Ο σπάρος, η μέλουνα κι η πέρκα
Ήταν χειμώνας κι ένα μικρό ξασπρούλικο ψαράκι πήγανε κι
ερχόταν προσπαθώντας μάταια να ζεσταθεί.
-Αχ, σκεφτόταν, και να είχα τώρα ένα ζεστό τσαγάκι , να
ζεσταθούν λιγάκι τα ταλαιπωρημένα λέπια μου….
Το μαύρο ψάρι που ζούσε στην κοντινή σπηλιά, έβγαλε τη
μουσούδα του από την είσοδο, όσο χρειαζόταν για να μην κρυώσει.
-Ψτ!, φώναξε σιγά.
Είσαι για ένα τσαγάκι;
Το ξασπρούλικο ψαράκι χοροπήδηξε από τη χαρά του.
-Ναι!!!!, φώναξε. Αλλά πού θα το βρούμε;
-Αυτό είναι εύκολο, απάντησε η μέλουνα. Εκείνη η πέρκα που δουλεύει στην παρακάτω τη σπηλιά θα μας φέρει.
Το ξασπρούλικο ψαράκι που δεν ήταν παρά ένας συνηθισμένος
σπάρος, μπήκε στη σπηλιά της μέλουνας
και στρώθηκε. Σε λίγο, η πέρκα έφερε το
τσάι ζεστό-ζεστό. Ήπιαν, ζεστάθηκαν , κι αυτό συνεχίστηκε για μέρες…
Αυτή είναι μια παράξενη ιστορία, γιατί η μέλουνα είχε
τον μέλουνο της να της κάνει
μπουρμπουλήθρες κάθε μέρα. Ο σπάρος είχε
την σπαρίνα του και φυσικά η πέρκα είχε τον πέρκο της.
Η παραξενιά άρχισε όταν μια μέρα ο φουκαράς ο σπάρος άρχισε
να φοβάται πως η μέλουνα θα τον έτρωγε.
Η καημένη η πέρκα τα έβλεπε όλα σαν μια φιλική
τσαγοϋπόθεση , μέχρι που αντιλήφθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Έβλεπε τον φουκαρά τον σπάρο να τρέμει μόλις πλησίαζε και να ρίχνει λοξές ματιές προς
τη μεριά της σπηλιάς της μέλουνας, γι’ αυτό μια μέρα πήρε τα λέπια της και τους
παράτησε.
Πέρασε ο χειμώνας κι έπιασε η άνοιξη. Τα νερά της θάλασσας άρχισαν να γίνονται από
μαύρα, γκρίζα και μετά γαλανά και όλα τα
ψάρια μεγάλα και μικρά έπαιζαν με τα κύματα κι έλιαζαν τα γυαλιστερά λέπια τους
στις αστραφτερές ακτίνες του ανοιξιάτικου ήλιου.
Ο σπάρος με τη
μέλουνα κουνούσαν τις ουρές τους και έβγαζαν ευχαριστημένοι ψιλές -ψιλές
μπουρμπουλήθρες από τα στόμα τους ή κάθονταν
πάνω στον αφρό απ’ τα κύματα και χαχάνιζαν , στρίβοντας και χοροπηδώντας. Ο σπάρος έπαιρνε τη μέλουνα για βόλτες, την
πήγαινε στο σπίτι της καβάλα σ’ ένα άσπρο κυματάκι για να μην κουράζεται κι εκείνη τον έπαιρνε μέσα
στο σπίτι και του πρόσφερε δροσερό νεράκι για να ξεκουραστεί.
Όταν έβλεπαν καμιά φορά την πέρκα να περνά απ’ τα
χωρικά τους ύδατα, πετούσαν ένα γεια κι έστριβαν το κεφάλι από την άλλη μεριά…
Η πέρκα χτυπούσε τα πλαϊνά πτερύγια της, έδινε μια
βουτιά στα κύματα και απομακρύνονταν περήφανη.
-Δεν θα έρθει ο χειμώνας;, έλεγε. Τότε θα σας πω εγώ
πού θα ψάχνετε για τσάι να ζεσταθείτε.
Μέχρι που μια μέρα στη μέση του καλοκαιριού, η μέλουνα
άρχισε να πλησιάζει την πέρκα και να της χαμογελά…
-Έλα στην σπηλιά μου για κανένα αναψυκτικό, της έλεγα.
Η πέρκα μη θέλοντας να πέσει πάλι σε λούμπα, μαζεύονταν κι έφευγε. Σκέφτονταν πως ή της στήνανε τα δίχτυ να πιαστεί,
ή στην καλύτερη περίπτωση είχαν μετανιώσει
για την αδικία και ήθελαν να επανορθώσουν. Έπιασε λοιπόν το σπάρο κάποια στιγμή που ήταν
μόνος του και τον ρώτησε τι τρέχει και
γιατί η μέλουνα είχε αλλάξει τακτική απέναντι της.
Εκείνος κοίταξε γύρω
του προσεκτικά μην τους ακούει κανείς
και της απάντησε…. «Άσε καλύτερα… έτσι όπως
πάμε θα μας φαν τα μαύρα ψάρια και το αλμυρό νερό…..»
Η πέρκα μπήκε αμέσως στο νόημα… Έβαλε, λοιπόν, τα πράγματα στη σειρά κι αφού
είδε πως ούτε καν ιδεολογικά δεν ταίριαζε με τους άλλους δυο –άλλο κόμμα κι άλλο χρώμα- και διανοητικά ήταν αλλού – ο σπάρος με τη
μέλουνα έπλεαν σε μαύρα νερά που ήταν
θολά και βρώμικα- αποφάσισε να πάρει το
αίμα της πίσω… Τώρα που την έψαχναν και της
την είχαν πέσει από δίπλα, τίναξε με δύναμη την ουρά της και χάθηκε για τα καθαρά νερά όπου θα ανέπνεε καλύτερα.
Αυτά…..
ΣYNEXIZETAI.... :-)