Προσπάθησε
να σημειώσει κάτι. Όμως το χέρι της δεν μπορούσε να σφίξει το στυλό, να το
σταθεροποιήσει πάνω στο χαρτί και να σχηματίσει τα γράμματα που έπρεπε. Ήταν αδύνατον! Οι λέξεις ξέφευγαν σαν τρομαγμένο πουλί κάτω από
τη μύτη με το μελάνι.
«Τιμή σ’
εκείνους όπου στη ζωή τους όρισαν να φυλάγουν Θερμοπύλες…»
Τραγική ειρωνεία…
έπρεπε να αναλύσει αυτούς τους στίχους… Να μιλήσει για τα ιδανικά… Για τις Θερμοπύλες
του επαΐοντα…. Κι είχε τόση πίκρα μες στην
ψυχή της. Ήξερε πως ο Εφιάλτης θα φανεί
στο τέλος κι αυτή δεν ήθελε καθόλου να διαβούν οι Μήδοι… Είχε κρατήσει γερά
τόσα χρόνια… Δεν είχε μιλήσει, δεν είχε ξεσπάσει, δεν είχε ζητήσει το δίκιο της.
«Κουράγιο»,
έλεγε στον εαυτό της. «Μη μιλάς, θα περάσει κι αυτό… για το χατίρι του… Δεν
πρέπει.. για κείνον… είναι τόσο καλός…
δεν πρέπει να πληγωθεί… δεν πρέπει να πονέσει… Αν μιλήσω θα γκρεμιστούν
πολλά. Θα γκρεμιστούν οι δικές του
Θερμοπύλες… Δεν πρέπει…»
Μια ατονία κι
ένα τρέμουλο ξεκινούσε απ’ την καρδιά της και την κατακυρίευε. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι ήταν. Απλωνόταν σ ολόκληρο το είναι της, σωματικό
και ψυχικό, κι έφτανε ως τα δάχτυλα των
ποδιών της. Τα γόνατα της ήταν κομμένα και σκεπτόταν πως αν δοκίμαζε να σηκωθεί
τα πόδια της δεν θα την κρατούσαν. Έφτανε ως τις άκριες των δακτύλων των χεριών της
και το στυλό ξέφευγε . Ένοιωθε πως δεν
θα μπορούσε ποτέ να γράψει γιατί δεν πρέπει να διαβούν οι Μήδοι και να ρίξουν την ψυχή της στο τέλμα της κακίας
και του τσαλαπατήματος όλων αυτών που
τόσα χρόνια είχε διδαχθεί να κρατά ψηλά. Βέβαια,
αυτή θα κέρδιζε. Θα είχε ότι είχε ονειρευτεί ως τώρα και τα καταπίεζε μέσα της. Εκείνος όμως θα πληγωνόταν.. θα
τσαλαπατιούνταν τα δικά του ιδανικά και για την αγάπη που της είχε θα άφηνε τον
Εφιάλτη να προδώσει. Δεν έπρεπε! Όλη του τη ζωή την είχε χτίσει πάνω σ’ αυτό το
πρότυπο. Του είχε δείξει την καλή πλευρά
της και την είχε για ιδανικό. Γι’ αυτόν
δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Ήταν τόσο υπερήφανος γι’ αυτήν. Ποτέ δεν θα πίστευε πως
μπορούσε να κάνει κάτι τόσο κακό, τόσο αντίθετο με αυτά που του είχε διδάξει.
«Θεέ μου,
πόσο διαφέρουν κάποιες φορές αυτά που λέμε
στους άλλους από αυτά που πραγματικά
πιστεύουμε…»
Πώς θα
μπορούσε αυτή που έτρεφε τόσο ειλικρινή αισθήματα για εκείνον να γκρεμίσει αυτό το ιδανικό που αυτός είχε τόσο όμορφα πλάσει έστω και πάνω
σε ένα τόσο σάπιο βάθρο, όπως τώρα αποκαλύπτονταν!!!
«Όχι,
δεν πρέπει! Ας το καταλάβει μόνος του, έστω και αργότερα!»
Αυτή δεν θα είχε
καμιά ευθύνη. Δεν θα μπορούσε κανείς να
έρθει και να την ψιθυρίσει στ’ αυτί με
το πρόσωπο της τύψης.
«Είδες τι
έκανες; Του γκρέμισες τις Θερμοπύλες του! Άφησες τους Μήδους να μπουν και να
κατασπαράξουν την ψυχή του! Είσαι ο
Εφιάλτης!!! Είσαι ο προδότης που του κατέστρεψε τα πάντα!!! Γιατί δεν τον άφηνες; Θα καταλάβαινε… Αργά
ίσως, αλλά θα καταλάβαινε μόνος του… κι
εσύ δεν θα είχες καμιά ευθύνη. Ο Εφιάλτης
του θα ήταν το φως που θα έμπαινε σαν άνοιγαν τα μάτια της ψυχής του. Θα ήταν ο πρώτος δίκαιος Εφιάλτης που για πρώτη
φορά θα έβαζε τα πράγματα στη θέση τους.
Θα δικαίωνε εσένα που κράτησες τόσο και δεν έγινες αιτία μιας τόσης
καταστροφής.»
«Όχι, όχι,
δεν πρέπει να το κάνω!!! ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ!!!»
Ζαλίζονταν! Όλα
γύριζαν γύρω της! Δεν έπρεπε! Δεν είχε το δικαίωμα! Γ’ αυτό υπέφερε. Δεν ήξερε ποιο
ήθελε πιο πολύ δύναμη. Να κρατήσει τις δικές
της Θερμοπύλες ανέπαφες ή να μην γκρεμίσει τις δικές του; Δυο διαφορετικές Θερμοπύλες, που μια τις έβλεπε
σαν ένα και μια άνοιγαν, χωρίζονταν, την
έβαζαν στη μέση και την χτυπούσαν ανελέητα. Νόμιζε πως θα τρελαινόταν!!
Θεέ μου, πως
μπορούσαν οι αρχές να είναι τόσο δύσκολο να τηρηθούν!!!
«Θα τα γκρεμίσω
όλα!!!»
«Όχι, δεν
πρέπει!!!»
«Θα μιλήσω!»
«‘Όχι, θα
κάνεις κακό!»
«Δεν αντέχω!»
«Μπορείς,
μπορείς ακόμα. Κράτα γερά!»
«Όχι, θα
τρελαθώ!»
«Όχι, θ’
αντέξεις!»
«Δεν μπορώ!»
«Μπορείς!!!
ΜΠΟΡΕΙΣ!!! Δείξε τους πόσο ανώτερος άνθρωπος είσαι. Πόσο γερά πατούν οι δικές
σου Θερμοπύλες πάνω στο μαρμάρινο βάθρο της αγάπης και της ηθικής».
Το μυαλό της
πονούσε… Δεν άντεχε, θα υπέκυπτε… Θα τραβούσε το σκοινί, κι ότι γινόταν….
Είχε
ακουμπήσει το κεφάλι της επάνω στην έδρα και κρατούσε με τα δυο της χέρια τα μηνίγγια της που ήταν
έτοιμα να εκραγούν.
«Όχι, όχι, ΟΧΙΙΙΙΙΙΙΙ…»
~*~
~*~
«Καλησπέρα
κυρία. Τι κάνετε;»
Γύρισε
απότομα. Δεν είχε ακούσει το κουδούνι του σχολείου που
είχε χτυπήσει , δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία των δυο κοριτσιών που είχαν
μπει μέσα στην τάξη και την κοίταζαν με αγάπη.
Ναι την αγαπούσαν. Τη λάτρευαν… Αυτό ήταν αρκετό…
«Καλησπέρα
κορίτσια! Είστε καλά;»
«Ναι, ναι! Εσείς
όμως τι έχετε; Δεν νοιώθετε καλά;»
Χαμογέλασε.
Η αγάπη που έδειχνε το βλέμμα τους τα παραμέρισε όλα.
«Αυτά τα παιδιά
πιστεύουν σ’ εμένα! Δεν πρέπει να τα προδώσω. Με βλέπουν σαν ιδανικό…» σκέφτηκε.
Πόση
ανακούφιση μπορούν να φέρουν δυο ζευγάρια παιδικά μάτια… Τα είχε ξεχάσει όλα κιόλας!
Νάτοι κι οι
υπόλοιποι! Ήρθαν. Χαμόγελα, καλησπέρες….
Γεμάτα αγάπη τα αθώα παιδικά μάτια.
Οι σκέψεις και οι προβληματισμοί είχαν παραμεριστεί. Τελείωσε! Αυτό
ήταν! Η επιστροφή θα ήταν όπως όλες οι άλλες.
Χαμογελαστή και ήρεμη η καλησπέρα που θα έλεγε. Δεν θα έδειχνε τίποτα. Έτσι
ήταν πλασμένη κι έτσι ήταν μαθημένη αυτή.
Πατούσε γερά σ’ αυτά που της είχαν διδάξει. Δεν θα πρόδιδε.
«Καλησπέρα,
παιδιά! Ας ξεκινήσουμε το μάθημα μας. Ο Εφιάλτης, λοιπόν... και οι Θερμοπύλες... για πες εσύ, Μαίρη.....»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου