ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ

Καλωσορίσατε στο ιστολόγιο μου. Εδώ θα βρείτε σκέψεις μου και φωτογραφίες μου. Τίς δυο αγαπημένες μου ασχολίες.

Ενημερώνω πως οτιδήποτε είναι αναρτημένο στο ιστολόγιο μου, φωτογραφία μου ή κείμενο μου, έχει κατωχυρωθεί για πνευματικά δικαιώματα και επομένως ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ να χρησιμοποιηθεί χωρίς την έγγραφη άδεια μου. Ευχαριστώ.
To your information: Anything uploaded in this blog has been through copyright procedure, thus any attempt of copying part or a whole is due to prosecution.

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

Στη μάνα πατριδα

Ήταν χειμώνας του 3013. Θυμάμαι πως στο ξεκίνημα της ετήσιας σπονδής στον πατέρα των Θεών Ανλάτ Ταβίρ είχαμε φτάσει με το αερόπλοιο στην κοιλάδα Ηνήλαγ για να γιορτάσουμε το δοξασμένο όνομά του. Ήμουν μόλις δώδεκα ετών και ο πατέρας μου δεν διακινδύνευε να ταξιδέψουμε με μοριακή αναδόμηση. Είχαν γίνει κάποια ατυχήματα εκείνον τον καιρό, προφανώς επειδή τα μηχανήματα ήταν παλιά και οι γνώσεις των τεχνικών μας ανεπαρκείς. Τον τελευταίο αιώνα –δηλαδή από το 2913- είχαμε αποκοπεί εντελώς από τη μητέρα Γη. Οι δύο πλανητάρχες της με κοινή συμφωνία είχαν διακόψει οποιαδήποτε σχέση και επαφή με την αποικία μας στον πλανήτη Αείζωον του συμπλέγματος της Ανδρομέδας επειδή θεωρούσαν τα έσοδα του ασήμαντα. Μέσα στα εκατό αυτά χρόνια είχαμε προσπαθήσει να επιβιώσουμε με τη βοήθεια των ντόπιων Αειζωονών, που πρέπει να ομολογήσουμε πως μας φέρθηκαν σαν αδέρφια τους. Έτσι στα 3013 ζούσαμε πια μαζί τους. Μοιραζόμασταν την τροφή τους και προσπαθούσαμε όσο μπορούσαμε να διατηρήσουμε τα τεχνολογικά μέσα που μας είχαν απομείνει σε καλή κατάσταση. Φυσικά ούτε λόγος για διαπλανητικές διαδρομές. Ήμασταν πλέον εγκλωβισμένοι στον Αείζωον και καταδικασμένοι να ζήσουμε εδώ για πάντα. Τουλάχιστον έτσι ένιωθαν οι μεγαλύτεροι. Εκείνο το πρωί, λοιπόν, θα κατευθυνόμασταν προς την κοιλάδα της Γαλήνης –την Ηνήλαγ, όπου μαζί με τους υπόλοιπους αποίκους θα συμμετείχαμε στις γιορτές που διοργάνωναν κάθε δεκατρία φεγγάρια προς τιμήν του Ανλάτ Ταβίρ οι ντόπιοι κάτοικοι. Το αερόπλοιο μας προσεδαφίστηκε στο υποτυπώδες πια αεροδρόμιο όπου μας περίμεναν οι φίλοι μας καβάλα στα νανίρ τους –τα μικρόσωμα άλογα του πλανήτη τους- για να πάμε όλοι μαζί στο σημείο της γιορτής. Ο πατέρας μου με ανέβασε σ’ ένα κόκκινο νανίρ κι όλοι μαζί μπήκαμε στην κοιλάδα. Τεράστια δέντρα με φωσφορίζοντα φύλλα κάλυπταν τη διαδρομή μας, ο αέρας είχε ένα απαλό ροζ χρώμα και ήταν πολύ ευχάριστος στη γεύση. Οι παλιότεροι τον περιέγραφαν σαν ένα γήινο γλυκό που είχα δει μόνο σε παιδικά βίντεο που διατηρούσε ο πατέρας μου από τη μητέρα πατρίδα. Το οξυγόνο του ήταν αρκετό για να αναπνέουμε άνετα και η πιπεράτη μυρωδιά του δεν μας ενοχλούσε πια. Μετά από εκατό χρόνια και, επάνω στον πλανήτη, οι γήινοι είχαν συνηθίσει την ατμόσφαιρά του κι εμείς οι νεότεροι είχαμε πλήρως εγκλιματιστεί. Λίγο πριν πάρουμε την τελευταία στροφή για να βγούμε από το δάσος και να αντικρύσουμε την κοιλάδα με τον βωμό του Ανλάτ Ταβίρ δίπλα στο ποτάμι, ακούσαμε ένα έντονο βουητό να έρχεται από τον ουρανό. Στην αρχή νομίσαμε πως ήταν κάποιος Ζηροβοάν –τα τεράστια πουλιά που χρησιμοποιούνταν για μεταφορές, αλλά όταν σηκώσαμε τα κεφάλια μας διαπιστώσαμε πως ένα μαύρο διαστημόπλοιο αιωρούνταν από πάνω μας. Μια πόρτα άνοιξε χωρίς κανένα θόρυβο και μια ταινία μεταφοράς απλώθηκε μέχρι το έδαφος μπροστά μας. Ένας πανύψηλος γήινος εμφανίστηκε, άνοιξε τα χέρια του και με στεντόρεια φωνή ακούστηκε να λέει: «Ήρθαμε να σας σώσουμε, αδέρφια!» Επεκράτησε πανικός που κράτησε όλες τις επόμενες μέρες. Διαπραγματεύσεις, συμφωνίες, κλάματα, κανείς μας δεν ήθελε να φύγει. Ο Αείζωον ήταν πια η πατρίδα μας. Δεν είχαμε καμιά επιθυμία να πάμε στη Γη. Είχαμε εγκαταλειφθεί εδώ τότε εξ’ αιτίας των συμφερόντων και της διαμάχης που υπήρχε εκεί μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, Ευρώπης και Αμερικής. Δεν είχε επικρατήσει καμία, βρίσκονταν σε διαρκή πόλεμο, είχαν καταντήσει την πανέμορφη Γή μας μια τεράστια εμπόλεμη ζώνη, ο πληθυσμός είχε μειωθεί στο ελάχιστο, οι αξίες είχαν χαθεί, η οικονομία είχε καταρρακωθεί παγκόσμια και τώρα έψαχναν στις συμπαντικές τους αποικίες για νέο αίμα, για να μετοικήσει στον πατέρα πλανήτη και να συνεχίσουν εκείνοι τις ανίερες πράξεις τους που είχαν ισοπεδώσει τα πάντα. Όχι, δεν θα ακολουθούσαμε με τίποτα. Ο Αείζωον ήταν η πατρίδα μας. Θα μέναμε εδώ παντείω τρόπω. Κι έτσι έγινε. Θρηνήσαμε θύματα, αλλά όσοι απομείναμε ζούμε πια ήρεμοι και ευτυχισμένοι. Βρισκόμαστε στο 3063. Είμαι πια εξήντα δυο χρονών. Έχω οικογένεια, παιδιά, εγγόνια και τα τελευταία πενήντα χρόνια απολαμβάνω την ομορφιά, την ηρεμία και τη γαλήνη που μου προσφέρει απλόχερα η πατρίδα μου. Δεν μάθαμε ποτέ τι απέγινε στη Γη και ούτε καν μας ενδιαφέρει. Ίσως και να μην υπάρχει πια…