ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ

Καλωσορίσατε στο ιστολόγιο μου. Εδώ θα βρείτε σκέψεις μου και φωτογραφίες μου. Τίς δυο αγαπημένες μου ασχολίες.

Ενημερώνω πως οτιδήποτε είναι αναρτημένο στο ιστολόγιο μου, φωτογραφία μου ή κείμενο μου, έχει κατωχυρωθεί για πνευματικά δικαιώματα και επομένως ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ να χρησιμοποιηθεί χωρίς την έγγραφη άδεια μου. Ευχαριστώ.
To your information: Anything uploaded in this blog has been through copyright procedure, thus any attempt of copying part or a whole is due to prosecution.

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

www.biblionet.gr

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΜΟΥ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΤΟ ΒΡΕΙΤΕ ΣΤΗΝ ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ


http://biblionet.gr/book/196459/%CE%A7%CE%B1%CF%83%CE%AC%CF%80%CE%B7_-_%CE%A3%CE%B9%CE%B4%CE%B5%CF%81%CE%AC,_%CE%9C%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%8C%CF%83%CE%BF_%CF%80%CF%85%CE%BA%CE%BD%CE%AC_%CE%BA%CE%B9_%CE%B1%CE%BD_%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9_%CF%84%CE%B1_%CF%83%CF%8D%CE%BD%CE%BD%CE%B5%CF%86%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%B1%CE%B3%CE%AC%CF%80%CE%B7%CF%82

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΤΗΣ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ





Προσπάθησε να σημειώσει κάτι. Όμως το χέρι της δεν μπορούσε να σφίξει το στυλό, να το σταθεροποιήσει πάνω στο χαρτί και να σχηματίσει τα γράμματα που έπρεπε.  Ήταν αδύνατον!  Οι λέξεις ξέφευγαν σαν τρομαγμένο πουλί κάτω από τη μύτη με το μελάνι. 
«Τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή τους όρισαν να φυλάγουν Θερμοπύλες…»
Τραγική ειρωνεία… έπρεπε να αναλύσει αυτούς τους στίχους… Να μιλήσει για τα ιδανικά… Για τις Θερμοπύλες του επαΐοντα….  Κι είχε τόση πίκρα μες στην ψυχή της. Ήξερε πως ο Εφιάλτης   θα φανεί στο τέλος κι αυτή δεν ήθελε καθόλου να διαβούν οι Μήδοι… Είχε κρατήσει γερά τόσα χρόνια… Δεν είχε μιλήσει, δεν είχε ξεσπάσει, δεν είχε ζητήσει το δίκιο της. 
«Κουράγιο», έλεγε στον εαυτό της. «Μη μιλάς, θα περάσει κι αυτό… για το χατίρι του… Δεν πρέπει.. για κείνον…  είναι τόσο καλός… δεν πρέπει να πληγωθεί… δεν πρέπει να πονέσει… Αν μιλήσω θα γκρεμιστούν πολλά.  Θα γκρεμιστούν οι δικές του Θερμοπύλες… Δεν πρέπει…» 
Μια ατονία κι ένα τρέμουλο ξεκινούσε απ’ την καρδιά της και την κατακυρίευε.  Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι ήταν.  Απλωνόταν σ ολόκληρο το είναι της, σωματικό και ψυχικό,  κι έφτανε ως τα δάχτυλα των ποδιών της. Τα γόνατα της ήταν κομμένα και σκεπτόταν πως αν δοκίμαζε να σηκωθεί  τα πόδια της δεν θα την κρατούσαν.  Έφτανε ως τις άκριες των δακτύλων των χεριών της και το στυλό ξέφευγε .   Ένοιωθε πως δεν θα μπορούσε ποτέ να γράψει γιατί δεν πρέπει να διαβούν οι Μήδοι  και να ρίξουν την ψυχή της στο τέλμα της κακίας και του τσαλαπατήματος όλων αυτών  που τόσα χρόνια είχε διδαχθεί να κρατά ψηλά.  Βέβαια,  αυτή θα  κέρδιζε.  Θα είχε ότι είχε ονειρευτεί  ως τώρα και τα καταπίεζε μέσα της.  Εκείνος όμως θα πληγωνόταν.. θα τσαλαπατιούνταν τα δικά του ιδανικά και για την αγάπη που της είχε θα άφηνε τον Εφιάλτη να προδώσει.  Δεν έπρεπε!  Όλη του τη ζωή την είχε χτίσει πάνω σ’ αυτό το πρότυπο. Του είχε δείξει την καλή  πλευρά της και την είχε για ιδανικό.  Γι’ αυτόν δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Ήταν τόσο υπερήφανος γι’ αυτήν. Ποτέ δεν θα πίστευε πως μπορούσε να κάνει κάτι τόσο κακό, τόσο αντίθετο με αυτά που του είχε διδάξει.  
«Θεέ μου, πόσο διαφέρουν κάποιες φορές  αυτά που λέμε στους άλλους  από αυτά που πραγματικά πιστεύουμε…»
Πώς θα μπορούσε αυτή που έτρεφε τόσο ειλικρινή αισθήματα για εκείνον να γκρεμίσει  αυτό το ιδανικό που  αυτός είχε τόσο όμορφα πλάσει έστω και πάνω σε ένα τόσο σάπιο βάθρο, όπως τώρα αποκαλύπτονταν!!!
  «Όχι, δεν πρέπει! Ας το καταλάβει μόνος του, έστω και αργότερα!»
Αυτή δεν θα είχε καμιά ευθύνη.  Δεν θα μπορούσε κανείς να έρθει και να την ψιθυρίσει στ’ αυτί  με το πρόσωπο της τύψης. 
«Είδες τι έκανες; Του γκρέμισες τις Θερμοπύλες του! Άφησες τους Μήδους να μπουν και να κατασπαράξουν την ψυχή του!  Είσαι ο Εφιάλτης!!! Είσαι ο προδότης που του κατέστρεψε τα πάντα!!!  Γιατί δεν τον άφηνες; Θα καταλάβαινε… Αργά ίσως, αλλά θα καταλάβαινε μόνος του…  κι εσύ δεν θα είχες καμιά ευθύνη.  Ο Εφιάλτης του θα ήταν το φως που θα έμπαινε σαν άνοιγαν τα μάτια της ψυχής του.  Θα ήταν ο πρώτος δίκαιος Εφιάλτης που για πρώτη φορά θα έβαζε τα πράγματα στη θέση τους.   Θα δικαίωνε εσένα που κράτησες τόσο και δεν έγινες αιτία μιας τόσης καταστροφής.»
«Όχι, όχι, δεν πρέπει να το κάνω!!! ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ!!!» 
Ζαλίζονταν! Όλα γύριζαν γύρω της! Δεν έπρεπε! Δεν είχε το δικαίωμα! Γ’ αυτό υπέφερε. Δεν ήξερε ποιο ήθελε πιο πολύ δύναμη.  Να κρατήσει τις δικές της Θερμοπύλες ανέπαφες ή να μην γκρεμίσει τις δικές του;  Δυο διαφορετικές Θερμοπύλες, που μια τις έβλεπε σαν ένα και μια άνοιγαν, χωρίζονταν, την  έβαζαν στη μέση και την χτυπούσαν ανελέητα.  Νόμιζε πως θα τρελαινόταν!!
Θεέ μου, πως μπορούσαν οι αρχές να είναι τόσο δύσκολο να τηρηθούν!!! 
«Θα τα γκρεμίσω όλα!!!»
«Όχι, δεν πρέπει!!!»
«Θα μιλήσω!»
«‘Όχι, θα κάνεις κακό!»
«Δεν αντέχω!»
«Μπορείς, μπορείς ακόμα. Κράτα γερά!»
«Όχι, θα τρελαθώ!»
«Όχι, θ’ αντέξεις!»
«Δεν μπορώ!»
«Μπορείς!!! ΜΠΟΡΕΙΣ!!! Δείξε τους πόσο ανώτερος άνθρωπος είσαι. Πόσο γερά πατούν οι δικές σου Θερμοπύλες πάνω στο μαρμάρινο βάθρο της αγάπης και της ηθικής».
Το μυαλό της πονούσε…  Δεν άντεχε, θα υπέκυπτε…   Θα τραβούσε το σκοινί, κι ότι γινόταν….
Είχε ακουμπήσει το κεφάλι της επάνω στην έδρα και κρατούσε  με τα δυο της χέρια τα μηνίγγια της που ήταν έτοιμα να εκραγούν. 
«Όχι, όχι, ΟΧΙΙΙΙΙΙΙΙ…»

                                                                            ~*~
«Καλησπέρα κυρία. Τι κάνετε;» 
Γύρισε απότομα.  Δεν  είχε ακούσει το κουδούνι του σχολείου που είχε χτυπήσει , δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία των δυο κοριτσιών που είχαν μπει μέσα στην τάξη και την κοίταζαν με αγάπη.  Ναι την αγαπούσαν. Τη λάτρευαν…  Αυτό ήταν αρκετό… 
«Καλησπέρα κορίτσια!   Είστε καλά;»
«Ναι, ναι! Εσείς όμως τι έχετε; Δεν νοιώθετε καλά;»
Χαμογέλασε. Η αγάπη που έδειχνε το βλέμμα τους τα παραμέρισε όλα. 
«Αυτά τα παιδιά πιστεύουν σ’ εμένα! Δεν πρέπει να τα προδώσω. Με βλέπουν σαν ιδανικό…» σκέφτηκε. 
Πόση ανακούφιση μπορούν να φέρουν δυο ζευγάρια παιδικά μάτια…  Τα είχε ξεχάσει όλα κιόλας!
Νάτοι κι οι υπόλοιποι! Ήρθαν. Χαμόγελα, καλησπέρες….  Γεμάτα αγάπη τα αθώα παιδικά μάτια.  Οι σκέψεις και οι προβληματισμοί είχαν παραμεριστεί. Τελείωσε! Αυτό ήταν! Η επιστροφή θα ήταν όπως όλες οι άλλες.  Χαμογελαστή και ήρεμη η καλησπέρα που θα έλεγε. Δεν θα έδειχνε τίποτα. Έτσι ήταν πλασμένη κι έτσι ήταν μαθημένη αυτή.  Πατούσε γερά σ’ αυτά που της είχαν διδάξει.  Δεν θα πρόδιδε. 
«Καλησπέρα, παιδιά! Ας ξεκινήσουμε το μάθημα μας. Ο Εφιάλτης, λοιπόν... και οι Θερμοπύλες... για πες εσύ, Μαίρη.....»

ΠΑΡΕ… ΠΑΡΕ… ΠΑΡΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ!!!





 

     Πέρσι την Άνοιξη πήγαμε εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη. Παρέα μεσήλικων με την καρδιά κάποιοι στα πάτρια εδάφη και τις πάλαι ποτέ χαμένες πατρίδες και άλλοι με το μάτι στραμμένο στην Ιστορία και την προαιώνια «διαφορά» με τους Τούρκους. Όλοι όμως –ή σχεδόν όλοι- με τη σκέψη πως μετά από τις επισκέψεις στα Βυζαντινά μνημεία του Ελληνισμού και τη βραδιά στα «χανουμάκια» -άλλο μαστ κι αυτό, ποιος θα βάλει πιο βαθειά τα λεφτά μες το στηθόδεσμο της ζουμερής πλην μεστωμένης Τουρκάλας- το μυαλό όλων στα ψώνια. Τι τουρίστας που είναι ο Έλληνας! Πάει εκδρομές για να ψωνίσει και να δείξει τι υλικά αγαθά απόκτησε σ’ εκείνη τη χώρα του εξωτερικού που πήγε. 
     Ψώνια στην Πόλη για το μέσο Έλληνα τουρίστα, σημαίνει Καπαλί Τσαρσί και φυσικά δερμάτινα. Πήγαμε την τελευταία μέρα κατά το έθιμο κι εμείς, και μια που ο ξεναγός μας είχε πει πως αν δεν κάνεις παζάρια οι πωλητές προσβάλλονται, ανέλαβε ο αετονύχης της παρέας να κάνει το παζάρι για λογαριασμό των ενδεχόμενων αγοραστών. Μπήκαμε σ’ ένα μαγαζί μετά από μια δαιδαλώδη πορεία, όπου είχαμε ακολουθήσει έναν νεαρό κράχτη που διαλαλούσε την πραμάτεια του μαγαζιού του στην είσοδο της τεράστιας αγοράς και αφού παζάρεψε και ξανά παζάρεψε ο φίλος μας, μας πρότεινε να πάμε και στον απέναντι να ρίξουμε μια ματιά. «Έτσι για να ξαναγυρίσουμε και να τον κάνουμε να κατεβάσει κι άλλο την τιμή», μας είπε μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο στην άκρη απ’ το μουστάκι του. Και όντως πήγαμε και όντως ψωνίσαμε από κει τα δερματινάκια μας και υπερήφανοι για τις υπέροχες τιμές που μας πέτυχε ο παζαρτζής φίλος, βγήκαμε από το Λαβύρινθο του Καπαλί Τσαρσί και καθήσαμε σε μια καφετέρια ακριβώς απ’ έξω για να γιορτάσουμε τη έξυπνη αγορά μας πίνοντας ένα τούρκικο καφέ. Εκεί μας πέτυχε ο νεαρός κράχτης κι αφού έριξε μια ματιά στις σακούλες που κοίτονταν στο πάτωμα της καφετέριας γύρισε στον αετονύχη παζαρτζή φίλο της παρέας μας και του είπε μ’ ένα στραβό χαμόγελο: «Εσύ πολύ μεγάλο μακαντάσ’ είσαι!» Εκείνος χαμογέλασε φιλάρεσκα κι εμείς μόνο που δεν τον χειροκροτήσαμε για τις ικανότητες του στο «παζαρεύειν» και φτηνά «ψωνίζειν». 

Μερικούς μήνες αργότερα η σκηνή της Καπαλιτσαρσίτικης αγοραπωλησίας μου ήρθε στο νου κατά τη διάρκεια των εγγραφών του Σεπτεμβρίου. Κι αυτή τη φορά δεν ήταν το δερματινάκι που λες: «Ε και; Πόσο θα το φορέσω; Ας είναι και παλιοποιότητα». Ήταν η συνδιαλλαγή με μανούλα πελάτισσα μας, που είχε πάρει σβάρνα τα Κέντρα Ξένων Γλωσσών της περιοχής μας και ως εκπρόσωπος της υπόλοιπης παρέας, κατά τα λεγόμενα της, προσπαθούσε να πετύχει μια καλύτερη τιμή. Οι διάλογοι που διαμείφθηκαν μεταξύ εκείνης και της γράφουσας ήταν απείρου κάλλους. 
-Εμείς σι σας θέλουμι να έρθουμι γιατί και πουλλή καλή δουλειά κάνιτι και τα πιδιά μου πολύ την αγαπάνε τη δασκάλα τους. (χαμόγελο γεμάτο γλύκα) Όμως ξέριτι τώρα με την κρίση… (το κεφάλι κάτω και τα μάτια έτοιμα να βουρκώσουν). 
-Ξέρω και γι’ αυτό μια που έχετε δυο παιδιά θα σας κάνουμε μια καλύτερη τιμή. 
-Δεν είμι μόνη μου… (μικρή παύση) προυχθές συζητούσα κι μι κάποιις άλλις μαμάδις κι έλιγαν κι ικείνις τα ίδια… (σκόπιμη διακοπή). 
-Τι λέγατε δηλαδή; 
-Να… Πως δε  γίνιτι  να πληρώνουμι τόσα πολλά… οι κιροί είναι δύσκουλοι (δυο Δημόσιοι μισθοί στο συγκεκριμένο σπίτι) και απ’ ότι είπαν μάλλον θα δούνι  να πάνι κάπου αλλού… ιμείς, τα δικά μου πιδιά, θέλουν να έρθουμι ιδώ… (σπέρνει τους πρώτους πανικόσπορους…) 
-Συμφωνήσατε δηλαδή με τις φίλες να πάτε κάπου αλλού; 
-Έ όχι ακριβώς, αλλά να… ξέριτι… ιγώ ήρθα και σας λέου τι συμβαίνει ιπειδή σας συμπαθώ και σαν άνθρουπου. Ικείνις μάλλον θα κάνουν τους λαγούς και θα σας φύγουν χουρίς να σας του πουν… (κι άλλος πανικόσπορος…)
-Βρήκατε κάπου πιο φτηνά;
-Ναι, ναι… η… (αναφέρει ένα όνομα συναδέλφου) μάλλον ξέριτι πόσου κατέβασι φέτους τις τιμές της…. Η κρίση βλέπιτι… 
-Λυπάμαι πολύ, αλλά αξιολογούμε τη δουλειά μας μ’ αυτό το ποσόν και δεν σκοπεύουμε να την εξευτελίσουμε… 
-Καλά, ιμείς σι σάς θα έρθουμι, οπότι απλά είπα να σας πω τι συμβαίνει…. 
-Να κάνουμε δηλαδή την εγγραφή; 
-Ε, ας πάω πρώτα στου σπίτι να μιλήσω και μι τουν  σύζυγου… (Μη ξεχάσεις να του πεις να βγάλει την ποδιά και το τσεμπέρι πρώτα!)
-Ωραία! Ωστόσο ας δώσουμε στα παιδιά σας τις τσαντούλες τους και τις κασετινούλες τους. (Την κάνω γυριστή εγώ… στο κάτω-κάτω τι θα χάσουμε; Μια τσάντα και μια κασετίνα επί δύο;)



Συμπέρασμα: Εμείς χάσαμε δυο τσάντες και δυο κασετίνες… κερδίσαμε τις υπόλοιπες μαμάδες μαζί με τα παιδιά τους, χάσαμε τη μαμά την παζαρτζού μια που μπέρδεψε τη λαϊκή με τη σχολή και επιχείρησε να τα κάνει όλα Καπαλί Τσαρσί, κερδίσαμε τη συνεργασία με τη συνάδελφο που είμαστε μαζί στον ίδιο χώρο εδώ και 35 χρόνια, χάσαμε τη συνεργασία με την καινούρια συνάδελφο που δεν ήθελε να κρατήσουμε σταθερές τις τιμές –έτσι κι αλλιώς δεν πιστέψαμε ποτέ πως θα συνεργαζόταν μαζί μας, κερδίσαμε την αξιοπρέπεια και το καλό όνομα του σχολείου μας για άλλη μια φορά, «χάσαμε» την οποιαδήποτε σχέση ΔΕΝ είχαμε ποτέ με τη «συνάδελφο» που εξευτέλισε τις τιμές, και όλοι μαζί αντί να μοιραστούμε μια πίτα, μοιραστήκαμε μια μερίδα μπουγάτσα.
 
Τελικά τι λέτε εσείς; Κερδίσαμε ή χάσαμε; 
(Και μη μου πείτε πάλι η κρίση…. Η γυφτιά να μου πείτε…)

Α ναι!!! Και τα παιδάκια της κυρίας ήρθαν ΜΕΤΑ που γράφτηκαν αλλού να μας επιστρέψουν τις τσαντούλες και τις κασετινούλες. Φυσικά και τους τις χαρίσαμε για να βάζουν μέσα τα παιχνιδάκια τους…

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

Πηγή ο Έρωτας για τη Ζωή



Επειδή δεν μπορώ να αντέξω την έλλειψή σου ξαφνικά
επειδή η περιέργεια έγινε συνήθεια
και η συνήθεια, ανάγκη....
επειδή η ανάγκη έγινε βίωμα
γι αυτό και τώρα
στη σκοτεινιά της νύχτας
που το χιόνι έξω έπαψε πια να είναι άσπρο,
που ο αέρας λυσσομανά
μέσα κι έξω,
που η βροχή πέφτει μες την αυλή
και την ψυχή μου,
κι είναι τα δάκρυα
της συνήθειας
με την ανάγκη ανάκατα και με το βίωμα,
γι αυτό σου γράφω....
Γιατί ή περιέργεια περνάει κάποτε
και η συνήθεια κόβεται,
αλλά η ανάγκη παραμένει
και το βίωμα πονά...
Γι αυτό σου γράφω...
γιατί
η θάλασσα, ό,τι και να συμβεί
πάλι τα κύματα σα λόγια μυστικά
θα στείλει
για να φιλήσουν απαλά
το βράχο
που αγέρωχος
τη βλέπει να πηγαινοέρχεται.
Γι αυτό σου γράφω...
γιατί τα δάκρυα της θάλασσας
είναι τα κύματα
που ακουμπάνε τρυφερά στη γη
και μέσα απ' ανείπωτα και χιλιοειπωμένα
λόγια τρυφερά
της λένε πως μαζί γεννήθηκαν
μαζί πορεύτηκαν
και πως μαζί ένιωσαν...
Γι αυτό σου γράφω
ΓΗ ΜΟΥ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΑΖΙ....