ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ

Καλωσορίσατε στο ιστολόγιο μου. Εδώ θα βρείτε σκέψεις μου και φωτογραφίες μου. Τίς δυο αγαπημένες μου ασχολίες.

Ενημερώνω πως οτιδήποτε είναι αναρτημένο στο ιστολόγιο μου, φωτογραφία μου ή κείμενο μου, έχει κατωχυρωθεί για πνευματικά δικαιώματα και επομένως ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ να χρησιμοποιηθεί χωρίς την έγγραφη άδεια μου. Ευχαριστώ.
To your information: Anything uploaded in this blog has been through copyright procedure, thus any attempt of copying part or a whole is due to prosecution.

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Ο κύκλος του νερού μέσα από ένα παραμύθι....


Άνοιξη


Τα σουφρίνια κι η ζωή μας....

Εκεί στη δεξιά μεριά του μπαλκονιού, τέρμα  προς το Πάικο, κρέμεται ένα σουφρίνι. Το αγόρασα μαζί με τη γλαστρούλα του το Μάιο από την ανθοέκθεση του σχολείου και ήταν ζωντανό, τρυφερό και ζωηρό ακριβώς όπως και οι μαθήτριες που τα πουλούσαν.  Και τώρα είναι τέλος του Σεπτέμβρη και το σουφρίνι είναι ακόμα εκεί, αλλά περνάει τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Έχει ακόμα λίγα λουλουδάκια μόνο στις άκρες από τα κλαδάκια του, το χρώμα τους από έντονο φουξ έχει γίνει κάπως θαμπό και τα κλαδιά του είναι αραιά και με τα καταπράσινα κάποτε φύλλα τους κιτρινωπά ή και ξερά, καφετιά. Ωστόσο συνεχίζω να το ποτίζω κανονικά, να το μιλάω και να το κανακεύω, όπως ακριβώς κάνω και με τα υπόλοιπα φυτά μου. Όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο μου θυμίζει την πορεία των ανθρώπων και τόσο περισσότερο νοιώθω την ανάγκη να το κρατήσω όσο γίνεται πιο πολύ κοντά μου.
Κι εμείς οι άνθρωποι έτσι ακριβώς  περνάμε μέσα από τη ζωή. Ξεκινάμε από ένα τόσο δα σποράκι όπως ξεκίνησε κάπου στην αρχή της Άνοιξης πέρσυ  το καλό μου σουφρινάκι, μετά γινόμαστε φυντανάκια, φυτάκια και στο τέλος καταλήγουμε λίγο στραπατσαρισμένοι, αλλά ωστόσο είμαστε ακόμα ζωντανοί και πασχίζουμε να ζήσουμε όσο γίνεται περισσότερο. Στην πορεία της ζωής μας δεχόμαστε χαρές και λύπες, επιτυχίες και απογοητεύσεις και ή βγαίνουμε πιο δυνατοί από τα άσχημα όπως το σουφρίνι μου και ζούμε μέχρι τα βαθιά γεράματα, ή μας παίρνει καπάκι το ζόρι και χανόμαστε  όπως τα υπόλοιπα σουφρίνια που είχα αγοράσει μαζί μ' αυτό το γέρικο που μου έχει απομείνει.
Αυτό εδώ θα μου αφήσει τα σποράκια του για να μπορέσω να το "αναστήσω" του χρόνου, να έχω τα παιδάκια του στις γλάστρες μου να μου στολίζουν το μπαλκόνι μου και να χαίρομαι για το δημιούργημα μου.
Το ίδιο δε γίνεται και με τους ανθρώπους; Αφήνουν πίσω απογόνους, παιδιά, εγγόνια και κάποιοι τυχεροί δισέγγονα, κι ο κόσμος τους θυμάται βλέποντας τα. Γιατί όπως είπε και κείνος ο σοφός, "Αν θέλεις να μείνει το όνομα σου στον κόσμο τούτο και μετά που εσύ θα έχεις φύγει, ή κάνε ένα παιδί, ή φύτεψε κάτι".


ΑυλήΧ4


Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Το Φεγγάρι και η αράχνη...

Διπλή τέχνη...

Αναμπουμπούλα....

Άποψη της Γουμένισσας από τη Γρίβα

Κτήμα στο Μπαΐρι

Το Πάικο από το σπίτι μου

Φράγμα λίμνης Μεταλλείου

Tο καράβι φεύγει....

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Blister in the Sun - Γιάννης Σιδεράς


Βροχή μου - Γιάννης Σιδεράς











Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Παρωδία για όπου βάλει ο νους σας.

Θάνατος είναι τα τακούνια που χτυπάνε
στους άδειους δρόμους και στα καλντερίμια.
Θάνατος οι γυναίκες που το κέρατο τραβάνε
κι ύστερα λένε πως τις ξεγελάσανε οι άντρες τα αγρίμια.
~~~
Θάνατος οι Κατίνες στα μπαλκόνια
που χτίσαν με λεφτά απ τη Γερμανία
θάνατος να κοιτάς της διπλανής τα άσπρα σεντόνια
που όλο τα πλένει με Tide omatic και μανία.
~~~
Θάνατος είν' η φεμινίστρια που ξυπνάει
και τσιγαράκι εν μέσει οδώ ανέμελα καπνίζει
θάνατος η κυράτσα που γυρνάει
και με το Marlboro στο χέρι το κουτσομπολιό αρχίζει.
~~~
Ω πατριδούλα μας με τ άσπρα σου τα κράσπεδα
θες να  ξυπνήσεις αλλά η τσίμπλα σου το σφάλισε το μάτι.
Ω πατριδούλα μας με τη μοκέτα ή το overlay στο πάτωμα
που προσπαθείς να βγάλεις τ' αλλουνού το μάτι!

Εδώ η ζωή μας έχει κάτι από επανάσταση
και δε χορταίνω όσο κι αν σε φτύνω
γι αυτό ή φόρεσε Lacoste και πάνε στην Ανάσταση
ή κλεισ' τα μάτια σου και μάσα το κινίνο.....

Ο υπεραιωνόβιος πλάτανος στην Αξιούπολη


Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Το Πάικο στη μπλε ώρα!!!


Με φόντο το Πάικο


Ανατολή σαν όνειρο....


ΜΠΙΖ ΜΠΙΖ




Θα σου σκαρώσω χίλιες σκέψεις στη στιγμή

γιατί τα έφαγα κι εγώ με το κουτάλι 

τα κοπανίσματα που τρώει η μπιζ μπιζί 

κι η κούτρα μου μυαλό δεν έχει βάλει . 


Μια μέρα  κυρία Μπιζ μπιζί 

με κάλεσε να πιούμε καφεδάκι 

και μούβγαλε σα νάτανε γιορτή 

κουλούρια, τούρτα, ένα ντρινκ, ουζάκι και σουβλάκι. 

Και πριν προλάβω να καθίσω στην καρέκλα 

πήρε αμπάριζα κοιτώντας να ξεβγάλει 

όλα τα άπλυτα της γειτονιάς, της επαρχίας

της νότιας Σερβίας και της Αλβανίας. 


Η μπιζ μπιζέ κουλτούρα πώς μ αρέσει 

με πήρε μπάλα η μπιζμπιζίδικη ζωή 

βλέπω να ψάχνω Μαργαρίτικα μεράκια 

και να το παίζω μείον μπιζμπιζιδική. 

Γιαυτό σας ικετεύω μπιζμπιζάκια 

ξεχάστε το μπιζ μπιζ, τρέξτε μπροστά 

πέστε στις μπιζμπιζούδες σαν κοράκια 

και πριν προλάβουν να σας πάρουν τα μυαλά

ξεκαραφλιάστε τις τραβώντας τα μαλλιά. 

Ιερά Μονή Οσίου Νικοδήμου - Πεντάλοφος Παιονίας


Τα παιδιά του Γιώργου και της Τζένης


Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Love is a click...

{Part of my novel under the title "Love is a click" that was written in 2000}

“You are my last thought at night and the first one in the morning,” she recalled his words which were also hers the moment she woke up the next morning. She made a cup of coffee and she went out in the balcony to drink it. She sat at the table and looked around. Everything was green, the birds were singing, her rambling roses in full bloom were hugging the house. The air was scented and was promising of a wonderful day to come. Warm Greek spring. It 
was always marvelous. She was drunk by the beauty around her and felt so lonely..…
Two days ago, when they had last chatted, he had asked her to do him a favour
 before she went to bed.
-What do you want me to do?
-Go out into the garden and stay there for me for a while.
-Ok, I will listen to the nightingales mating.
-Don’t mention this word.
-Do u mind the word? [she teased him.]
-Since I know u r alone there…
-I won’t be alone…I’ll be with u…
-I will be there too. Hugging u and whispering into your ear words that
 are unspeakable…
-Say them…
-No.
-Say them now…
-Love…
-What? I can’t hear u.
-Love, please go….
-I will. With your presence next to me….
She did. The night was warm and the nightingales were there. Mating. 
He was not there to whisper into her ear. She looked up in the sky. 
The stars were twinkling, smiling at her. “Greece is an exotic place,”
 he had once told her. “It isn’t,” she had answered, “it’s not like Barbados.”
 “Compared to where I live, it is.” He insisted. He had been right. 
Greece was an exotic place. A dream place. However, she was in the 
garden alone. “Where are you?” she asked. There was no answer. “Why
 should I feel the warm night alone? Why should I listen to the birds 
alone? Why should I be illusioned to feel your presence? Who do I owe
 all this torment? What have I done in my life to be punished this way?”
She went upstairs and lay in bed. What was happening to her was schizophrenic. She was lying next to her husband but had convinced herself that she was lying next to him. “If this isn’t an illusion, what is it then?” she thought. “Good night love, far away passion…” was her last thought before she fell asleep that night.
And now it was morning. A spring wonderful morning and she was 
sitting there alone. “Damn it” she thought, “I can’t stand this loneliness.
 Why isn’t he here with me? We would be sitting one opposite the other
 talking, laughing, enjoying the spring morning, getting warm by the 
sun and the pleasure of having each other.” She looked at her watch. 
It was nine in the morning. “Your time” as he used to say. It was seven 
for him. He must have woken up by now, getting ready to go to work,
 drive the four miles across town to get there and probably it would 
be raining and it would be dark. The rain would be cold and he would 
be feeling miserable. He would be thinking of her, while listening to 
a song they both loved on the radio. “Hope it will be a sunny day 
there today. No rain. Just to make you feel you are in the same
 country with me. Have a nice day sweet heart. Either rainy or not.
 Be sure my thought is with you and will follow you all day. 
Be well and happy. I’ll be thinking of you.”
She got up and went inside the house. There were a lot to do today.
 She would cook for him, clean the house for him, go for a walk in
 the sun for him, touch the roses in the garden for him, listen to
 the birds singing for him, smell the spring fresh air for him, taste
 a bitter chocolate for him. She would be illusioned by the thought
 that she was expecting him to come back from work in the evening.

Ως άξιοι απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων...

Ως άξιοι απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων, έχουμε μια τεράστια κληρονομιά που είτε το θέλουμε είτε όχι μας ακολουθεί. Στο χέρι μας είναι να την εκτιμήσουμε, να την αξιοποιήσουμε και ίσως να τη συνεχίσουμε… Αλλά ακόμα κι αν δεν μπορούμε να το κάνουμε, τουλάχιστον ας μην την γελοιοποιούμε και ας μην την εκμεταλλευόμαστε για προσωπικό μας όφελος. Και αν μη τι άλλο, ας μην χρησιμοποιούμε στιγμές και ρήσεις των κατοίκων αυτής της χώρας που υπήρξε το λίκνο του πολιτισμού, για προσωπική κατανάλωση και προβολή, ειδικά όταν είμαστε άνθρωποι που δεν εμβαθύνουμε, και το κριτήριο μας για το ποιος υπερέχει στην κοινωνία περιορίζεται στο αν θα προλάβουμε να «φάμε» τη σειρά του συμπολίτη μας στην ουρά του Ταχυδρομείου και ακόμα να δίνουμε αγκωνιές στον ανυποψίαστο διπλανό μας στην Τράπεζα επειδή νομίσαμε πως προσπαθεί να δει τι συναλλαγή θα κάνουμε. Διότι δυστυχώς αυτό είναι το μοντέλο του «Ελληνάρα» στην προσωπική του ζωή , που όμως αν του δοθεί «βήμα», θυμάται την γενιά του και μερικώς και τάχαμ δήθεν διαμαρτύρεται για τις αποφάσεις των άλλων, ξεχνώντας πως λίγο καιρό πριν παρακαλούσε για έμμεση προβολή αυτούς ακριβώς προς τους οποίους τώρα εξαπολύει τα πυρά του. Είτε το θέλουμε είτε όχι, στη μικρή κοινωνία που ζούμε είμαστε όλοι «δημόσια πρόσωπα» και επομένως οφείλουμε αν μη τι άλλο να απολογηθούμε στον εαυτό μας, πρώτα για τα πεπραγμένα μας και εφ’ όσον «έχουμε τα κότσια», και στους γύρω μας.
Προσωπικά επιμένω πως θα πρέπει να λειτουργούμε όπως οι Αρχαίοι Πυθαγόρειοι. Πριν πούμε την καληνύχτα μας και πάμε για ύπνο ας ρωτήσουμε τον εαυτό μας:
«Πη παρέβην», ποιον από τους ηθικούς νόμους έχω παραβεί;
«Τι δ’ έρρεξα», τι έπραξα;
«Τι δε μοι δέον ουκ ετελέσθη», Τι έπρεπε να πράξω και δεν το έπραξα;
Δεν θα έλεγα να κάνουμε αυτήν την αυτοκριτική καθημερινά –ίσως και να είναι ένα βάσανο που θα μας φέρει αϋπνία- αλλά τουλάχιστον στις σημαντικές στιγμές της ζωής μας. Τότε που απευθυνόμαστε στους άλλους. Τότε που οι άλλοι ξέρουμε πως θα μας κρίνουν. Τότε που πιθανόν θα πρέπει να απολογηθούμε για τα δικά μας πεπραγμένα. Κι αν ο εαυτός μας απαντήσει πως δεν έχουμε παραβεί κανένα από τους ηθικούς νόμους και όσα έπρεπε να πράξουμε, τα πράξαμε σωστά, τότε και μόνο τότε ας αντιμετωπίσουμε τους γύρω μας με καθαρό βλέμμα και ας πούμε την άποψη μας χωρίς φόβο και πάθος.
Αλλιώς ο εαυτός μας κάποια στιγμή θα μας ζητήσει λογαριασμό για αυτά που κάναμε. Γιατί οι Αρχαίοι μας πρόγονοι ήταν σοφοί σε ΟΛΕΣ τους τις ρήσεις και δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τον φιλόσοφο Ισοκράτη που στόχος της πορείας του ήταν η έννοια της «Πανελλήνιας ενότητας και που υπήρξε υποστηρικτής της δημοκρατίας και ονειρευόταν την ένωση του ελληνισμού. Στον Πανηγυρικό του λέει: «Μηδέποτε, μηδέν αισχρόν ποιήσας, έλπιζε λύσειν. Και γαρ αν τους άλλους λάθεις, σεαυτόν συνειδήσεις». Δηλαδή, ποτέ μην σκεφτείς πως θα τη γλιτώσεις για το κακό που έχεις κάνει. Διότι ακόμα κι αν ξεγελάσεις τους άλλους, θα έχεις να κάνεις με τη συνείδηση σου.
Θα σκεφτείτε, βέβαια, πως εμείς οι «μοντέρνοι Έλληνες» παρασάγγας απέχουμε των Αρχαίων ημών προγόνων και ως εκ τούτου δεν έχουμε λόγο να τους αντιγράφουμε. Είναι κι αυτό ένα πιστεύω της εποχής μας. Είστε σίγουροι όμως πως είναι έτσι; Γιατί εμείς οι «μοντέρνοι Έλληνες» είμαστε απόγονοι αυτών που αντιστάθηκαν στις Θερμοπύλες, αυτών που εξάπλωσαν τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας μέχρι τους Καλάς του Πακιστάν και μέχρι την κάτω Ιταλία, αυτών που ύψωσαν το ανάστημα τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στον Γερμανό κατακτητή. Είστε σίγουροι πως εμείς οι «μοντέρνοι Έλληνες» όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι δεν λέμε ΟΧΙ στον κάθε επιβολέα; Μήπως απλά είμαστε πολύ ανεκτικοί κάποιες φορές με τους εποχούμενους άρπαγες της ελευθερίας μας;
Γιατί λοιπόν διαμαρτύρονται κάποιοι, όταν ο λαός αποφασίζει και συντριπτικά καταξιώνει; Αν έχουν κάνει την αυτοκριτική τους δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Αν δεν την έχουν κάνει, τότε ας κοιτάξουν μέσα τους. Είναι βέβαιο πως ο εαυτός τους θα τους μιλήσει. Το πρόβλημα είναι τι θα τους πει.
Εμείς εδώ, πάντα θα ξέρουμε πως μετά από 2.500 χρόνια το μικρό χωριό στην Κάτω Ιταλία, το λένε ακόμα «ΚΑΛΗΜΕΡΑ» και το άκουσμα του ονόματος αυτού μας δίνει ζωντάνια και κέφι για να συνεχίσουμε την μακραίωνη πορεία του Γένους μας.

Φ Ι Λ Α Κ Ι Α ! ! !


Μπορεί ένα φιλί να έχει χρώμα; Μάλλον όχι θα λέγαμε. Έχει ήχο, συναίσθημα... αλλά χρώμα; Κι όμως ναι! Έχει! Δεν μιλάμε για πεζά πράγματα τώρα... για φιλιά μιλάμε...φιλάκια. μάκια, μουάτς, smack, muahhh ή όπως αλλιώς θέλετε να τα πούμε. 
Ο παππούς μας έλεγε στα εγγονάκια του: "έλα να σε φιλήσω σαν πουλάκι", και τους έδινε κάτι αέρινα ρουφιχτούλικα φιλάκια που έκαναν ένα ψιλό ήχο, σαν πουλάκι που τιτιβίζει χαρούμενα. Έβλεπες τότε μπροστά σου όλα τα χρώματα και τις αποχρώσεις ενός εξωτικού πουλιού... Άρα είχαν χρώμα τα φιλάκια...το χρώμα του συναισθήματος... 
Όμως ο παππούς μας ήταν ένας άνθρωπος ήσυχος και ήρεμος και ήταν ο ίδιος σαν πουλάκι.. ούτε φαινόταν, ούτε ακουγόταν και τα φιλάκια του είναι φανερό πως έκρυβαν αγάπη μέσα τους...πολύ αγάπη... γιαυτό και έβλεπες πουλάκια να κελαηδούν όταν φιλούσε τα εγγονάκια του... Γιατί όπως λέει και ο Απόστολος Παύλος, αν δεν έχω αγάπη "γέγονα χαλκός ηχών και κύμβαλον αλλαλάζον", δηλαδή ένα σκέτο χάλκινο τύμπανο που απλά χτυπάει.
Ο φίλος μας ο Σάκης αντί για αντίο στο τηλέφωνο έλεγε: "Φιλάκια", κι εμένα με πιάναν τα γέλια γιατί η λέξη μου ερχόταν ξεκάρφωτη, θεωρούσα πως δεν γίνεται να λες φιλάκια αντί για αντίο και τα φιλάκια του φουκαρά του Σάκη έπεφταν στο κενό και χάνονταν, πριν ακόμα αποκτήσουν μορφή και δούμε τα χρώματα τους. Είδατε τι κάνει η έλλειψη συναισθήματος; Χάνεις το χρώμα από μπροστά σου. Κι αν η ζωή δεν έχει χρώμα, τότε τι στην ευχή ζωή να είναι; Το χρώμα είναι που ομορφαίνει τη ζωή μας, και κάνει όλα γύρω μας διαφορετικά. Φαντασθείτε κάποια στιγμή να χαθούν τα χρώματα... πώς θα είναι ο κόσμος μας;
Λέμε τη λέξη φιλάκια, ή δίνουμε φιλάκια από συνήθεια, υποχρέωση, αθωότητα, αγάπη, έρωτα ή πάθος. Και καμιά φορά ακόμα και για να προδώσουμε κάποιον -θυμάστε τον Ιούδα ή όλους τους σύγχρονους Ιούδες που κυκλοφορούν γύρω μας;- ή ακόμα και για να τον παραπλανήσουμε.
Το δικό σου το φιλάκι σήμερα τι είδους ήταν; 
Είχε συναίσθημα; Χρώμα είχε; 
Ήταν ένα απλό φιλάκι συνήθειας, του τύπου "ας το δώσω και να φεύγω",
 αθωότητας "αχ φιλάω τώρα", 
αγάπης του τύπου "ας το δώσω να μας μείνει",
 υποχρέωσης "ποπό πάλι φιλάκι πρέπει να δώσω", 
έρωτα "αχ τώρα φιλάω και χρωματίζω τη ζωή μου", 
ή πάθους "ποπό το χρώμα ξεχείλισε κι έβαψε τα πάντα!". 
Μήπως, λέω, μήπως ήταν προδοσίας "εδώ φιλάω κι αλλού κοιτάω"
 ή παραπλάνησης "ας φιλήσω για να ρίξω στάχτη στα μάτια";

Ό,τι λογής κι αν ήταν, είμαι σίγουρη πως είχε χρώμα. Και σίγουρα είχε και συναίσθημα, αρνητικό ή θετικό, δεν έχει σημασία τι, ήταν συναίσθημα όπως και να ναι. Δεν θα αξιολογήσουμε τα συναισθήματα μας εδώ, φιλάκια αξιολογούμε. Τα συναισθήματα απλά τα κατηγοριοποιούμε έμμεσα, μέσα από φιλιά και χρώματα.

Τα φιλάκια συνήθειας πρέπει να είναι σε παλ αποχρώσεις, εκρού, λεμονί..., της υποχρέωσης από μπεζ μέχρι καφέ..., της αθωότητας άσπρα, της αγάπης ροζ μέχρι και κόκκινα το πολύ, του έρωτα κόκκινα...κατακόκκινα..., του πάθους ...."Θεέ μου χάσαμε τα χρώματα!! τι συνοθύλευμα είναι αυτό!!", της προδοσίας γκρι σκούρα μέχρι μαύρα..., της παραπλάνησης "Αμάν γέμισε ο τόπος μαυρίλα και δεν βλέπω τίποτα!". 

Εσύ τι φιλάκια έδωσες σήμερα; Για σκέψου... Για χρωμάτισε τα... Κι άμα δεν έδωσες, τότε πώς περιμένεις νάχει χρώμα η ζωή σου, συναίσθημα;
Και μη μου πεις ξανά: "ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος". Γιατί όλοι έχουμε, άλλο αν δεν θέλουμε ή δεν μπορούμε να δώσουμε... Αυτά!! Φιλάκια!!

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ


Σάββατο πρωί...
Στη Σαλονίκη την αγαπημένη.
Παραλία...
Ο Πύργος να δεσπόζει πάνω απ’ όλα.
Φυσάει Νοτιάς κι η θάλασσα χορεύει.
Μαζί κι οι γλάροι... πολλοί κι ανήσυχοι...
Σε ποιον να θέλουν να μιλήσουν;
Το πέλαγος απέναντι μου γνέφει...
Κι ο Όλυμπος;
Τον έχεις δει τον Όλύμπο
Να καθρεφτίζεται
μεσ’ τα σεντέφια του Θερμαϊκού;
Γίγαντας...
«Νοιώθω μικρή σαν είμαι δίπλα σου»,
Έτσι σου είπα κάποτε....
Ο κόσμος μπρος μου πάει κι έρχεται
Άγνωστοι όλοι κι άσχετοι
Κάνενας να σου μοιάζει,
να «σε φέρνει» έστω...
Κι η θάλασσα μπροστά μου να χορεύει....
Κι οι γλάροι ανήσυχοι....
Κι ο Όλυμπος αγέρωχος...
Με καθηλώνει....
Η Σαλονίκη η αγαπημένη
Μεστή μεσ’ του Φθινόπωρου τη γλύκα...
Ζεστή, ερωτική η λατρεμένη....
Τι άφησα; Τι άφησες;
Ποιος μας τιμώρησε
να μη μπορούμενα χαρούμε
αυτό που βλέπω;

ΤΙ «ΠΑΙΖΕΙ» ΤΕΛΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΙΣΑΡΑ;


Ίσα ίσα που ετοιμάζεται κανείς να ανοίξει το στόμα του και να πει τι σκέφτεται και τσουπ το σαϊνι της παρέας παίρνει το ύφος της γενικώς λεγόμενης πονηρής εξυπνάδας και το βλέμμα του «ξέρω τι υπονοείς», και στήνεται να διαβάσει ανάμεσα στις λέξεις. Δεν πα να έχεις εσύ τις καλύτερες προθέσεις; Μπα!!! Πρέπει καλά και σώνει να υπονοείς, πρέπει να υπάρχει κάτι πίσω από τα λόγια σου, πρέπει οπωσδήποτε να προσπαθείς να κρύψεις σκέψεις, τάσεις, πράξεις και ό,τι άλλο κατεβάσει η κούτρα του απέναντι καχύποπτου.
Η πιθανότητα τα σύκα να είναι σύκα και η σκάφη σκάφη έχει χαθεί πλέον. Όλοι ψάχνουμε την είδηση πίσω από την είδηση. Όλοι πράττουμε και δηλώνουμε άλλο και λειτουργούμε αλλοιώς. Έτσι τουλάχιστον θέλουν να πιστεύουν όσοι νομίζουν ότι είναι ικανοί να κινούν νήματα και να θέλουν να κάνουν τον κάθε απλό άνθρωπο μαριονέτα καταστάσεων, πράξεων και υποθέσεων.
Τέλειωσε η εποχή του «καλός κ’ αγαθός». Έφυγε ανεπιστρεπτί και πήρε μαζί της και την ειλικρίνεια και την ντομπροσύνη. Ο κόσμος έγινε μια εικονική πραγματικότητα και η πραγματική πραγματικότητα κρύβεται πίσω του και ασθμαίνουσα προσπαθεί να επιζήσει.
Δυστυχώς.
Ιστορική τραμπάλα των πράξεων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η συμπεριφορά του μέσου ανθρώπου σήμερα. Από τους αρχαίους ημών προγόνους και το περίφημο «...και γαρ αν τους άλλους λάθεις σεαυτόν συνειδήσεις», περάσαμε στο
Ρωμαϊκό παρακαλητό «Γυναίκα δεν αρκεί να είσαι τίμια, πρέπει και να φαίνεσαι τίμια». Μετά μπήκαμε στο κομμάτι του καλού κ’ αγαθού της Χριστιανικής διδασκαλίας –μάταιος κόπος σε γενικές γραμμές- και ξανακυλήσαμε στη γυναίκα του Καίσαρα.
Μάλλον αυτή μας βόλεψε περισσότερο απ’ όλα.
Κάνει κανείς τη μαϊμουνιά του, ρίχνει και από πάνω της ένα μανδύα τιμιότητας και βγαίνει λάδι. Ποιος θα ψάξει τώρα για την πραγματικότητα; Είναι τόσο εύκολο να δεις την επιφάνεια, είναι τόσο γρήγορη η είδηση στην εποχή μας, είναι τόσο βολικό να θάψεις τον άλλον για το εν αγνοία του λάθος ή για εκείνο που δεν μπήκε στον κόπο να περιτυλίξει με ζαχαρωμένη ψευτιά και υποκρισία, ή ακόμα και να τον θάψεις κυριολεκτικά γιατί δεν σκέφτηκε όπως εσύ,είναι τόσο εύκολο να υπερέχουν οι υποκριτές και οι βολεψάκηδες, ώστε η καλή πρόθεση και η τιμιότητα έξανεμίζεται πριν ακόμα πάρει μορφή και οντότητα.
Κι έτσι πορευόμαστε προς όφελος των «ειδικών» που έχουν καταφέρει να αναγάγουν σε τέχνη τη λοβιτούρα και προς δόξα των «ειδικότερων» που έχουν μεταμορφώσει τους προαναφερθέντες ειδικούς σε γλυφιτζούρια και μέχρι να τους λιώσουν εντελώς από το γλύψιμο και να φτάσουν στο ξυλάκι, θα έχει γίνει η δουλειά τους, θα έχουν βολευτεί οι δικοί τους –συγγενείς και φίλοι μέχρι δεκάτης τετάρτης γενεάς- σε θέσεις, θεσούλες καρέκλες και καρεκλίτσες και μετά το πιθανότερο είναι να πετάξουν το ξυλάκι –άχρηστο τους είναι έτσι κι αλλοιώς- και να πάνε στο περίπτερο που πουλάει ιδεολογία και ενοχή για να αγοράσουν ένα άλλο γλυφιτζούρι και να βολέψουν και την ανέψια της συμπεθέρας της αδερφής της ξαδέρφης τους.
Τελικά μήπως πρέπει να αλλάξει το γνωστό ρητό και η γυναίκα του Καίσαρα να μη χρειάζεται καν να είναι τίμια, αλλά απλά να φαίνεται τίμια; Ή μήπως έχει αλλάξει τελικά και τσάμπα χαλάω μελάνι και χαρτί για να διατυπώσω τις παρωχημένες σκεψεις μου;
Μάλλον έτσι θάναι κι έγω σαν αφελής πολίτης που ανήκει σε μια αμετάπειστα πισωγυρίζουσα, ψευτοϊδεολογική, αθεράπευτη και πραγματικά τίμια μειονότητα εξακολουθώ να πιστεύω πως ρόδα είναι και θα γυρίσει, ξεχνώντας η έρημη πως η ρόδα δεν έχει αρχή και τέλος κι όταν γυρίζει ποτέ δεν σταματά, άρα στις τριακόσιες εξήντα μοίρες πάλι για τη γυναίκα του Καίσαρα θα μιλάμε. Μα τι γυναίκα είναι αυτή! Επέζησε μέσα από αιώνες και ζει και βασιλεύει και όσο και να προσπαθείς να της αποκαλύψεις τη σαπίλα κάτω απ’ τα μεταξωτά φουστάνια, είναι τόσα τα στρώματα του μεταξιού που ποτέ δεν πρόκειται να φανούν οι πληγές που σαπίζουν σ’ όλο της το σώμα. Το γεγονός πως μια ολόκληρη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έπεσε από κάτι τέτοιες τακτικές ούτε που μας συγκινεί. Έχουμε μπει σε μια λογική που λέει πως ανάμεσα στον πλούτο που προκαλούσε τα ρωμαϊκά όργια και στα όργια που προκάλεσαν την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εμείς κρατάμε μόνο τη λέξη όργιο και οργιάζουμε προς κάθε κατεύθυνση. Προσέχουμε όμως να καλύπτουμε τις πράξεις μας με δικαιολογημένες κινήσεις και να έχουμε πάντα πρόχειρη μια αληθοφανή δικαιολογία πάνω στην οποία να μπορούμε να στηρίξουμε τις τυχόν κατηγορίες οποιουδήποτε αμετάπειστου ιδεολόγου που ακόμα σκέφτεται.
Ή ακόμα καλύτερα με δεδομένο πως εμείς ξέρουμε κάτω από πόσα στρώματα μεταξωτού κρύβεται το κορμί μας, παίρνουμε το θάρρος και σηκώνουμε το δάχτυλο και τη φωνή στον κάθε φουκαρά που δεν έμαθε ακόμα να ξεχωρίζει πώς να μην είναι τίμιος, άλλα να φαίνεται τίμιος. Του κάθε ειλικρινούς ιδεολόγου δηλαδή, που κυριολεκτικά κουτράει στα ντουβάρια για το καλό της κοινωνίας. Ο βλάκας!!!
Αχ μωρέ γυναίκα του Καίσαρα τι «παίζει» μ’ εσένα τελικά; Τόσο μεγάλη ικανότητα να χαλιναγωγείς τα πάθη και τα λάθη μέσα από μια επίφαση τιμιότητας και ειλικρινώς μεταμελημένης πρακτικής ανά τους αιώνες, ποιος αλήθεια την περίμενε; Κι εμείς οι αφελείς νομίσαμε πως ο Καίσαρας σε είχε παντρευτεί είτε γιατί του το επέβαλλε η φύση του, είτε γιατί του το επέβαλλε η κοινωνία του. Άλλο λόγο είχε ο άτιμος τελικά...

ΤΖΙΝΤΖΕΡ


Το να είσαι γάτος είναι μια ιστορία με πολλά πλυν και συν. Εξαρτάται από το αν είσαι γάτος του σαλονιού ή γάτος του κεραμιδιού. Και πάλι υπάρχουν τα συν και τα πλυν άσχετα αν κατοικείς στο σαλόνι ή στο κεραμίδι. Το θέμα είναι πως το παίρνεις ο ίδιος, όντας γάτος ή και γάτα ακόμα...
Γιατί και ο κάθε γάτος όπως και ο κάθε άνθρωπος έχει τα πλυν του και τα συν του, αυτά που "πάει" κι αυτά που δεν "πάει". Ή ακόμα αυτούς που "τον πάνε" κι αυτούς που δεν "τον πάνε".
Τώρα θα μου πείτε, είναι δυνατόν ένας γάτος να εξαρτάται συναισθηματικά από το αν τον συμπαθούν οι άλλοι γάτοι ή όχι; Κι όμως ναι! Όπως ακριβώς και οι άνθρωποι ... Κι όσο και να λέμε πως δεν μας νοιάζει αν μας συμπαθούν οι άλλοι ή όχι, όλοι ξέρουμε πως μας νοιάζει και μας κόφτει, και μάλιστα πολύ. Απλώς δεν το δείχνουμε, όπως δεν το δείχνει και η γάτα μας, η Τζιντζερ, που κάθε φορά που τη βλέπω ανεβασμένη στο τραπέζι, αρχίζω να βγάζω βρυχηθμούς λιονταριού κι εκείνο το καημένο με κοιτάει και κατευθείαν πάει και κρύβεται πίσω από τον καναπέ. Που να καταλάβει μια γάτα πως δεν ανεβαίνουμε στο τραπέζι; Εδώ ο κάθε Αμερικανός Επιχειρηματίας δεν το καταλαβαίνει και μιλάει στο τηλέφωνο έχοντας τις ποδάρες του μαζί με τα παπούτσια ανεβασμένες στο γραφείο... Όμως ποτέ δεν με γρατσούνισε γιατί τις βάζω τις φωνές ή την πετάω από το τραπέζι κάτω, ενώ αν έκανα το ίδιο με τον Αμερικανό Επιχειρηματία σίγουρα θα δημιουργούσα Διπλωματικό επεισόδιο. Αλλά βλέπετε η γάτα μας δεν είναι υπήκοος του Πλανητάρχη, μια σκέτη γατούλα είναι. Του σαλονιού μεν, αλλά γατούλα.
Η Τζίντζερ μας, λοιπόν, είναι μια γάτα του σαλονιού. Με κοκκινόξανθο τρίχωμα, εξ' ου και το όνομα της, με φουλαράκι στο λαιμό και μια τεράστια φουντωτή ουρά, που την κουνάει πέρα δώθε καθώς περπατά καμαρωτή καμαρωτή. Μας ξυπνάει το πρωί, έτσι δεν χρειαζόμαστε ξυπνητήρι, μας τρώει το περίσευμα του φαγητού κι έτσι δεν καταναλώνουμε πολλές σκουπιδοσακούλες , ούτε βρωμάνε τα σκουπίδια μας και το πιο σημαντικό απ' όλα ούτε καν νιαουρίζει... Χαζή είναι να παραπονεθεί; Και φυσικά δεν μιλάει αφού είναι γάτα. Η ιδανική συγκάτοικος δηλαδή. Αφήστε που μας ζεσταίνει όταν ζαρώνει κοντά μας για να κοιμηθεί.
Μια τέτοια συγκάτοικος για μας δεν έχει πλυν, κι αν έχει είναι τόσο μικρά που ούτε φαίνονται... Τώρα αν έχουμε εμείς πλυν απέναντι της, τι να σας πω δεν ξέρω... Αν ήταν ανθρωπος όμως είμαι σίγουρη πως θα είχε και δεν θα έχανε την ευκαιρία και να μας τα δείξει με οποιονδήποτε τρόπο... Γιατί οι άνθρωποι έχουν δει την συμβίωση σαν μέσο για να εκφράζουν τα παραπονά τους και να δημιουργούν καταστάσεις που κάνουν την ζωή των συγκατοίκων τους δύσκολη μέχρι και ανυπόφορη πολλές φορές. Δεν ξέρουν πως να είναι "γάτες" και να συμπεριφέρονται σαν "γάτες"...
Αν τους στριμώξεις, το μόνο που ξέρουν να κάνουν που έχει σχέση με τις γάτες είναι να βγάλουν νύχια και να σε γρατσουνίσουν κι όχι να κοιτάξουν να συζητήσουν μαζί σου και διαλευκάνουν την αιτία που σε έκανε να τους στριμώξεις.
Βλέπετε οι άνθρωποι έχουμε ένα τεράστιο "πλυν". Πιστεύουμε πως ό,τι και να κάνουμε είναι καλά καμωμένο, κι ακόμα κι αν μέσα μας έχουμε τις αμφιβολίες μας ποτέ δεν το παραδεχόμαστε στους άλλους. Κι αν το παραδεχτούμε θα είναι για να ανεβάσουμε το "επίπεδο" μας τάχα, κι από μέσα μας λέμε και ενα "αϊ παράτα μας", έχοντας όμως ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη όταν είναι να βγει κάτι από τον απέναντι και μια έφραση θεριού αν ο απέναντι δεν έχει πια να μας προσφέρει τίποτα κατά την άποψη μας.
Εκείνο που δεν συνειδητοποιούμε εμείς τα σκεπτόμενα όντα είναι πως και οι απέναντι σκεπτόμενοι είναι κι αυτοί σαν και μας, αλλά "γάτες" και δεν μας δείχνουν τι νοιώθουν εκείνη τη στιγμή, απλώς περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία για να "βγάλουν νύχια" και να μας δείξουν μ' αυτόν τον τρόπο την "δύναμη" τους .
Νιαρρρρ... νιαρρρρρρρ... (έχω άδικο;)

ΤΑ ΠΡΩΤΕΙΑ


Σαν βγεις στον πηγαιμό για τα Πρωτεία.
να εύχεσαι νάναι βατός ο δρόμος.
Γεμάτος ευκολίες, γεμάτος υποκλίσεις.
Τους λασπολόγους και τους Ρωμαίους στρατιώτες
τον βολεμένο υπάλληλο, μην τους φοβάσαι
αυτούς ποτέ δεν θα τους συναντήσεις
αν δεν τους έχεις δηλώσει υποταγή προηγουμένως
αν το ανάστημα σου τους έχεις δείξει μέχρι τώρα.
Να εύχεσαι νάναι βατός ο δρόμος.
Πολλές οι ευκαιρίες σου να είναι
όπου με γνώση, όρεξη και περισσή χαρά
θα παίρνεις την πρωτιά μες τα μυαλά των άλλων
θα σταματάς στα στέκια τους
και θα ζητάς τη στήριξη τους.
Χαμόγελα, ειλικρινείς υποσχέσεις, κι ό,τι λογής προικιά
χρειάζεσαι, για να ανεβείς να πάρεις τα Πρωτεία.
Όσα μπορείς περισσότερα μάζεψε τέτοια
και αμπάρωσε τα στα καλύτερα κελιά του νου σου.
Πάντα στο νου σου νάχεις τα Πρωτεία.
Η κατάκτηση τους είναι ο σκοπός σου.
Αλλά απ' τον καλό το δρόμο πάντα.
Καλύτερα αργά και σταθερά να φτάσεις.
Πλούσιος απ' αυτά που μάζεψες στο δρόμο.
Μην περιμένεις πλούτη απ' τα Πρωτεία
Τα Πρωτεία σούδωσαν την εμπειρία...
Χωρίς αυτά δεν θα έβγαινες στο δρόμο.
Μην περιμένεις να σου δώσουν από δω και πέρα.
Κι αν φτωχικά τα βρεις, να ξέρεις δεν σε γέλασαν.
Τόσα καλά που μάζεψες στο δρόμο,
τόσα πολλά που έμαθες μέχρι να ανέβεις,
τόσους πολλούς που γνώρισες μέχρι στην κορυφή να φτάσεις.
Τόσες πόρτες που σ' ανοίξαν
καθώς σε υπόσχονταν, σε προίκιζαν με λόγια,
είναι αρκετά για να διαβείς την πόρτα
και να τα κατακτήσεις.
Κι αν την καρέκλα πιάσεις μια φορά
και θρονιαστείς και στρογγυλοκαθήσεις,
τότε καταλαβαίνεις και Πρωτεία τι σημαίνει.
(Συγγνώμη Κώστα μου, αλλά δεν άντεξα στον πειρασμό. Ελπίζω πως με συγχωρείς που κακοποίησα το αριστούργημα σου.)

ΤΑ «ΚΛΙΚ» ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ


Η αγάπη είναι κλικ; Ε;
Θα μου πείτε τώρα πως έκλεισαν τα σχολεία και τρελάθηκα. Μπα! Αν την έχει κανείς την τρέλα, την έχει από πάντα. Δεν χρειάζεται να κλείσουν τα σχολεία. Κι αν προβληματίζεται κανείς, προβληματίζεται όλο το χρόνο. Απλά όταν κλείνουν τα σχολεία έχει χρόνο να σκεφτεί και να αναλύσει περισσότερο. Και ίσως ίσως, να δει βαθειά μέσα του ή μέσα στους άλλους. Να δει πού βρίσκεται ο ίδιος, ο περίγυρος του, ο κόσμος γύρω του. Και να διαπιστώσει πως αυτή η εκκωφαντική σιωπή που έχει διαδεχτεί το μελίσσι των μαθητικών φωνών που μπαινόβγαιναν στο σχολείο του όλο το χρόνο, είναι τόσο ενοχλητική που του φέρνει πόνο στα αυτιά και μια απέραντη μοναξιά στην ψυχή του…. Τελικά τα αγαπάμε τα μικρά μας βασανάκια… και καμιά φορά και τα μεγάλα. Γι αυτό και νοιώθουμε να μας πονάει η σιωπή στα έρημα σχολεία μας το καλοκαίρι.
Τελικά όμως δεν μου απαντήσατε. Η αγάπη είναι κλικ;
… Ησυχία…
Μα όλοι στις παραλίες είστε; Ή μήπως τρομάξατε από την ερώτηση; Ε, λοιπόν, ναι! Και η αγάπη είναι κλικ , και η διασκέδαση είναι κλικ και όλα στην εποχή μας ένα κλικ είναι. Και έτσι ήταν και παλιά, απλά δεν το είχαμε αντιληφθεί, μέχρι «να μας κάνει κλικ», είτε για να ερωτευτούμε, είτε για να αγαπήσουμε, είτε για να δουλέψουμε , είτε για κάνουμε τον αδιάφορο και να προσπαθήσουμε να πείσουμε ακόμα και τον εαυτό μας πως εμείς είμαστε όντα στα οποία πρυτανεύει η λογική. Τα σημερινά κλικ όμως, ακούγονται δυνατά, μια που οι πιο πολλοί από μας αντικαταστήσαμε όλα τα άλλα είδη επικοινωνίας με τον υπολογιστή μας και ζούμε μέσα σε έναν ωκεανό από κλικ.
Κλικ, κλικ, και κουβέντες με τις ώρες…
Ο ένας στην μια άκρη του κόσμου κι ο άλλος στην άλλη…. Πρόσωπα γνωστά, συγγενικά, φίλοι, άνθρωποι που μας λείπουν, που μας χωρίζει η απόσταση, που μας χωρίζει η ανάγκη της ζωής, η επιβίωση, οι σπουδές, οι επιλογές μας. Κι ακόμα άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, που το μηχάνημα τους ένωσε, τους έκανε γνωστούς, έδωσε μια άλλη διάσταση στη ζωή τους. Ξέχασαν πως ζουν μόνοι, ξέχασαν πως δεν έχουν κανένα να τους περιμένει στο σπίτι όταν επιστρέφουν ή ακόμα χειρότερα να έχουν διακοπεί τα κανάλια επικοινωνίας με τους υπόλοιπους του σπιτιού και ο καθένας να ζει πια στον κόσμο του.
Αυτός είναι ο μοντέρνος τρόπος επικοινωνίας. Ο τρόπος που επιβλήθηκε πολλές φορές και ο τρόπος που επιλέχθηκε κάποιες άλλες. Όπως και να έχει, «καλύτερος από το να κάθομαι μόνη μπροστά σ ένα χαζοκούτι και να σκοτώνω την ώρα μου εισπράττοντας τις επιλογές του καναλιού», όπως λέει και η φίλη μου η Έφη όταν τη ρωτούν γιατί μένει τόσες ώρες στον υπολογιστή. Προφανώς της ζητούν επίσης να αντικαταστήσει τον υπολογιστή της με την τηλεόραση. Αμ δε!!!! Ξαφνικά έχει βρει αυτά που ήθελε… γνώση, παρέα, διασκέδαση. Ανανεώθηκε και προπαντός δε νοιώθει πια μόνη.
Έχουμε μπει, λοιπόν, στην κοινωνία του κλικ. Μπορεί και να σκεφτούν μερικοί πως όλα είναι ένα κλικ. Προσωπική μου άποψη είναι ότι δεν είναι ένα, αλλά πολλά. Το κλικ της μόρφωσης, το κλικ της διασκέδασης , το κλικ της επικοινωνίας και κάποιες φορές ίσως το κλικ του «εξευτελισμού», όταν περνάει κανείς τα όρια της ηθικής του υπόστασης «κλικάροντας καθ’ έξιν». Αλλά ακόμα κι αυτό ποιος μπορεί να το κρίνει; Ποιος έχει δικαίωμα να παρέμβει στις ανάγκες του άλλου και να απαιτήσει ίσως να τις διαφοροποιήσει; Ποιος κρατάει τελικά το μέτρο της ηθικής, ποιανού την άποψη πρέπει να ακολουθήσει κανείς και ποιος μπορεί άραγε να καταδικάσει την κάθε μοναχική ύπαρξη, επειδή βρήκε την άγια της χαρά με ένα κλικ;
Μήπως θα έπρεπε να δει ο σύγχρονος άνθρωπος λίγο πιο σοβαρά αυτά τα ατελείωτα κλικ που μπήκαν στη ζωή του; Μήπως θα έπρεπε να ξαναγυρίσει στις παλιές του συνήθειες; Να βγαίνει, να συναντά τους φίλους του και να συνδιαλέγεται μαζί τους δια ζώσης; Φυσικά αυτό είναι πιο φυσιολογικό βάσει των συνηθειών μας και με τα κατάλοιπα που μας έχουν αφήσει αυτές, αλλά είναι δυνατόν να είναι κανείς πάντα με τους φίλους του; Οι αποστάσεις μας χωρίζουν, οι υποχρεώσεις μας χωρίζουν, η ίδια η ζωή μας χωρίζει….
Αυτό είναι το ιδανικό, αλλά όχι και το ευκολότερο. Πολλές φορές οι επιλογές μας προς συνδιαλλαγή δεν είναι τόσο κοντά μας όσο θα θέλαμε να είναι και άλλες φορές πάλι θα τις θέλαμε για περισσότερο χρόνο απ’ ότι μας επιτρέπει η ζωή μας. Πιστεύω πως η επικοινωνία μέσα από τον υπολογιστή είναι απλά ένας άλλος τρόπος προσέγγισης των συνανθρώπων μας και τίποτα άλλο, που το μόνο του μειονέκτημα -αν μπορεί να θεωρηθεί τέτοιο- είναι το γεγονός πως με μεγάλη ευκολία μπορείς να έχει ότι θέλεις, όποια ώρα το θέλεις. Όμως αυτό το τελευταίο θα θεωρούνταν μειονέκτημα, αν στη φούρια του κλικ ξεχάσει κανείς τις αρχές του και την κοινωνία που έχει χτίσει γύρω του.
Υπάρχει, λοιπόν, μοναξιά στην εποχή που ζούμε; Κι αν υπάρχει μπορεί ένα κλικ να την εξαφανίσει; Γιατί πολλοί διατείνονται πως η επικοινωνία μέσω του υπολογιστή έφερε στον άνθρωπο μοναξιά, κι άλλοι τόσοι υποστηρίζουν πως η ίδια αυτή επικοινωνία είναι ο τρόπος για να καταπολεμούν την μοναξιά τους.
Εσείς τι πιστεύετε; Ή θα πρέπει να σας κάνω κλικ για να απαντήσετε; Ε;

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ

Κατεστημένο θεωρούμε το κοινωνικό φαινόμενο σύμφωνα με το οποίο υπάρχει σθεναρή αντίσταση για αλλαγή οποιουδήποτε είδους και ειδικά προς το καλύτερο.
Δεδομένου του γεγονότος πως μια μόνιμη και χωρίς αλλαγές κατάσταση, οδηγεί στην έλλειψη της προόδου, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι, μια κατεστημένη κατάσταση είναι εγκλωβισμένη στην στασιμότητα που η ίδια έχει δημιουργήσει. Επομένως «βαλτώνει» στα δεδομένα της χωρίς να τολμά ή ακόμα και να έχει διάθεση να αλλάξει κάτι, πράγμα που απαιτεί κόπο και θυσίες, τις οποίες οι έχοντες και κατέχοντες τα ηνία του συστήματος δεν έχουν λόγο να υποστούν, είτε φοβούμενοι πως θα τους οδηγήσουν στην επώδυνη αλλαγή, είτε γιατί λειτουργώντας εκ του ασφαλούς συντηρούν και διαφυλάττουν τα δικά τους συμφέροντα.
Οι υπεύθυνοι για τη δημιουργία οποιουδήποτε είδους κατεστημένου είναι οι μόνοι που έχουν καρπωθεί τα πλεονεκτήματα που τους παρέχει αυτό, αγνοώντας όποιον δεν πήρε μέρος στη δημιουργία του, αγνοώντας ακόμα και αυτούς που κάποτε τους βοήθησαν να πάρουν τη δύναμη στα χέρια τους χωρίς να έχουν ιδέα τι επρόκειτο να επακολουθήσει. Τους μόνους που δεν αγνοούν είναι οι «δικοί τους», οι οποίοι είναι και οι μόνοι που «γεύονται» τους καρπούς των δημιουργών και κατ’ ιδίαν ομολογίαν ευεργετών τους.
Σύμφωνα με την αρχή της δομής των κοινωνικών δρώμενων σε κάθε κοινότητα, το κατεστημένο βρίσκεται ανάμεσα στο περιθώριο και την πρόοδο. Σε μια σχηματική παράσταση των τριών αυτών κοινωνικών όρων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πρόοδος βρίσκεται πάνω από το κατεστημένο, ενώ το περιθώριο από κάτω του.
Με γνώμονα το γεγονός πως οποιαδήποτε κατεστημένη κατάσταση δεν επιδιώκει την πρόοδο και την αλλαγή, αλλά παραμένει στάσιμη, θα συμπεράνουμε πως το κατεστημένο μπορεί να συγκριθεί με βάλτο όπου τα μόνα ζωικά και φυτικά είδη που μπορούν να επιζήσουν είναι ανάξια λόγου και οδηγούν τον ίδιο το βάλτο στην αποσύνθεση, με αποτέλεσμα την περιθωριοποίηση του χώρου όπου βρίσκονται και την ολική καταστροφή του τελικά.
Αν παραλληλίσουμε το βάλτο-κατεστημένο με μια ανθρώπινη κοινωνία, θα κατατάσσαμε το κάθε ένα από τα στοιχεία που τον συνθέτουν ως εξής:
Βάλτος: ο Τόπος.
Λιμνάζοντα νερά: οι άνθρωποι που δημιούργησαν το κατεστημένο.
Βλάστηση και ζωικά είδη: όλοι όσοι κατάφεραν να καρπωθούν αυτά που τους «χάρισε» στην ουσία το κατεστημένο.
Να σημειώσουμε εδώ πως κανένας υγιώς σκεπτόμενος και προοδευτικός άνθρωπος δεν θεωρεί πως ο βάλτος είναι χώρος όπου μπορεί να ζει και να δημιουργεί.
Θα επιχειρήσει να ξεμπλοκάρει τους μηχανισμούς που δημιούργησαν το βάλτο, ή θα απομακρυνθεί απ’ αυτόν αναζητώντας καλύτερη ποιότητα ζωής.
Επειδή όμως κατά το κοινώς λεγόμενο «όπου γης πατρίς», δύσκολα ο προοδευτικός πολίτης εγκαταλείπει τον τόπο του –σε αντίθεση με τους κατεστημενικούς που παίζοντας σε πολλά ταμπλό, είναι και δεν είναι κάτοικοι του βάλτου, πηγαινοερχόμενοι ανάμεσα στον εκτός του βάλτου καθαρό αέρα για να ζουν και εντός του βάλτου για να οικονομούν- επειδή ακριβώς ο προοδευτικός άνθρωπος αγαπά τον τόπο του και δεν επιθυμεί να τον βλέπει να καταστρέφεται, γιαυτό παραμένει και αγωνίζεται να τον αλλάξει.
Ευχής έργον για κάθε προοδευτικό είναι να ξυπνήσει όλες τις αποκοιμισμένες συνειδήσεις, να δραστηριοποιήσει τους μηχανισμούς που θα αλλάξουν τη μορφή του βάλτου σε πεντακάθαρη και υγιή λίμνη γεμάτη ζωή, που θα κάνει τον αέρα της περιοχής να πνέει και να παρασύρει μακριά οτιδήποτε καταστρέφει τον τόπο.
Για να πετύχει αυτή η αλλαγή χρειάζεται κάτι πολύ απλό. Χρειάζεται ο κάθε κάτοικος του βάλτου να οραματιστεί την αλλαγή και να δει μπροστά του την πρόοδο που έρχεται. Να κάνει την υπέρβαση πράξη και να στείλει το κατεστημένο εκεί που του αξίζει. Στον πυθμένα της λίμνης.

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΧΘΕΣ...


Παραμονή Πρωτοχρονιάς στην Αξιούπολη... Τέλος δεκαετίας του ’50, αρχές του ‘60... Η παρέα των πιτσιρικάδων μαζεμένη μπροστά στην εκκλησία του Αη-Δημήτρη, περιμένει τον παπά να χτυπήσει την καμπάνα για τον Εσπερινό. Είναι το σύνθημα για να αμοληθούν στα σπίτια και να ψάλλουν τα κάλαντα. Μπροστά-μπροστά ο «Σαρρής» –κοντό παντελόνι, γόνατα μελανά από το κρύο, μάλλινη μπλούζα κι από πάνω ένα σακκάκι- είναι ο αρχηγός της μαρίδας του χωριού. Μαζί του ο «Χότζας» –εμφάνιση μια απ’ τα ίδια. Κι από πίσω ο «Μπίντας», ο «Μαϊσούρ» κι άλλοι καμμιά δεκαριά. Όλοι με τα παρατσούκλια τους και τη σπιρτάδα της παιδικής ηλικίας ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους. Ο ήχος της καμπάνας θαρρείς και είναι η πιστολιά του αφέτη σε αγώνες, το σύνθημα για να ξεκινήσουν. Το σύνθημα για να οικονομήσουν. Ο τρόπος για να κάνουν δικά τους λεφτά Ορμάνε όλοι μαζί στα Σ.Ο.Α. που βρίσκονται απέναντι από την εκκλησία.
«Θεία, να τα πούμε;»
Οι αξιωματικίνες είναι οι καλύτερες «πελάτισες» τους γιατί είναι οι μόνες που δίνουν πενηντάλεπτα και δραχμές για τα κάλαντα. Το χωριό κάτω είναι όπως και όλη η υπόλοιπη Ελλάδα της εποχής: «Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος». Η αγροτιά που ίσα ίσα τα φέρνει βόλτα, δεν έχει την πολυτέλεια του να δίνει δραχμές στα πιτσιρίκια.
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιάάάά ...», φαλτσάρουν οι πιτσιρικάδες και κοιτούν τα χέρια των γυναικών προσπαθώντας να μαντέψουν το ποσόν που κρύβουν μες την παλάμη τους ...
«Σ΄αυτό το σπίτι που ρθαμε....Και του χρόνου...», αρπάζουν τα φραγκοδίφραγκα και τρέχουν σαν τρελοί την κατηφόρα...
Σειρά έχουν τα μαγαζιά .. Εδώ θα μαζέψουν δεκαρούλες, αλλά είναι κι αυτές καλύτερες από τα μήλα, τα μανταρίνια και τα ξυλοκέρατα που δίνουν οι νυκοκυράδες στα σπίτια.
Μια δεκάρα από τον κυρ-Μήτσο, μια εικοσάρα από τον μπάρμπα-Γιάννη, κάνα πενηντάλεπτο από το μπακάλικο ίσως, σιγά σιγά γεμίζει η τσέπη. Κάποιος νευριασμένα πάει να τους ξαποστείλει, αλλά οι μικροί έχουν κιόλας εξαφανιστεί... τον ξέρουν κι από πέρσυ τι στριμμένος είναι. Τον ξέρουν κι από τα παιχνίδια που παίζουν στην πλατεία και όλο τους μαλώνει.
Τρέχει η μαρίδα από το ένα μαγαζί στο άλλο μες τη νύχτα και το τσουχτερό κρύο. Μύτες κόκκινες που τρέχουν κι αυτές, αλλά αλλοιώς, και σκουπίζονται στα μανίκια, αυτιά στην ίδια απόχρωση έως μαβί, κουρεμένα κεφάλια με μια φούντα για ομορφιά μπροστά, άμα γλύτωνε την κουρευτική του δάσκαλου, και μάτια αστραφτερά γεμάτα πονηριά ανάμικτη με αθωότητα . Πονηριά παιδική με ελάχιστα δείγματα από τις πράξεις των μεγάλων και αθωότητα τέτοια που μόνο ένα παιδί μπορεί να έχει -χαρακτηριστική της ηλικίας του με μια δόση από τις νουθεσίες των γονιών.
Μόλις τελειώσουν τα μαγαζιά, σειρά έχουν τα σπίτια... Χωρίς διακρίσεις... όπου βλέπουν φως χτυπάνε την πόρτα.
«Να τα πούμε, θεία;»
Χαμογελαστές νοικοκυρές με την ανέχεια στην τσέπη και την καλωσύνη στο βλέμμα, κι άλλες –ευτυχώς λίγες- που τους βροντάνε την πόρτα στα μούτρα . Στέκονται στην πόρτα όση ώρα οι μικροί ψέλνουν και τους χαίρονται.
Τα κάλαντα στα σπίτια είναι για την ώρα της πείνας. Ένα μανταρίνι από δω, ένα ξυλοκέρατο από κει, κάνα δυο καρύδια παρακάτω, είναι ό,τι πρέπει για να καταλαγιάσουν την πείνα τους την ώρα που θα «αξιοποιούν» το χρήμα που έχουν κερδίσει ψέλνοντας.
Μόλις τελειώσει η γύρα και οι χαρμόσυνη είδηση της έλευσης του καινούριου χρόνου και του Άγιου Βασίλη πούρχεται από την Καισαρεία, φτάσει και στο τελευταίο σπιτάκι του χωριού, η μαρίδα με τις τσέπες να κουδουνίζουν ξαναπαίρνει το δρόμο για την αυλή της εκκλησίας.
Πάνω στο λόφο ο Αη-Δημήτρης, προστατεύει το μυστικό της «επένδυσης» των κερδών μια χαρά.. Δύσκολα ανεβαίνει κανείς ίσα με εδώ πάνω για να δει τι κάνουν οι μικροί σατανάδες. Κι αυτοί «τιμούν» το έθιμο της Παραμονής με τις ευλογίες και το άγρυπνο μάτι του Αγίου. Αντιγράφουν τους μεγάλους για να νοιώσουν κι αυτοί μεγάλοι.
Ο πιο οργανωμένος βγάζει απ’ την τσέπη του την τράπουλα και μοιράζει σε όλους. Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσει τους όρους του παιχνιδιού. Τους ξέρουν καλά όλοι. Παίζουν λοιπόν, «για τ’ αντέτι», όπως και οι μεγάλοι. Εικοσιμία με τα κέρδη από τις καλλιτεχνικές τους δραστηριότητες.
Κάποιος προσπαθεί να κλέψει κι ο πιο καλός στα μαθηματικά τον καρπαζώνει φωνάζοντας: «Λιτζικιάρη, εικοστρία είναι, κάηκες». Η καρπαζιά πέφτει σύννεφο και οι γύρες συνεχίζονται... Μέχρι που σκάει μύτη κάποιος μπαμπάς απ’ την ανηφόρα και τα χαρτιά εξαφανίζονται ως δια μαγείας μέσα σε τσέπες άσχετες, μαζί με πενηνταράκια, δεκάρες και εικοσάρες.
Η μαρίδα παίρνει το δρόμο για το σπίτι τους ο καθένας , άλλοι χαμογελαστοί γιατί αυγάτισαν το χρήμα τους κι άλλοι κατσουφιασμένοι γιατί έχασαν. Και όλοι μαζί ένα κόμμα απέναντι στους γονείς.
«Χαρτιά, ποια χαρτιά; Παίζαμε όπως πάντα. Κρυφτό, κυνηγητό...»
Ποιος μπάρμπα-Γιάννης και ποιος κυρ-Κώστας πιστεύει όμως αυτό το μείγμα πονηριάς και αθωότητας; Κανείς. Όπως και τώρα, έτσι και τότε.. Συμβουλεύουν, καθοδηγούν, αγριεύουν και κανακεύουν.
Η ζαβολιά των παιδιών, όσο κακή κι αν είναι, πάντα έχει ένα στοιχείο αθωότητας μέσα της και το μόνο που χρειάζεται είναι παραίνεση και επιτήρηση. Μέχρι οι «Σαρρήδες» και οι «Χότζες» να γίνουν γονείς και να αλλάξουν ρόλο.
Δεν αλλάζει τίποτα.... οι χρονιές αλλάζουν και το χρήμα μορφή και χέρια.
Α ναι! και ονομαστική αξία γιατί άμα δώσεις τώρα δέκα λεπτά στα κάλαντα ή ακόμα και είκοσι, μπορεί να «σου την πει» κιόλας ο πιτσιρικάς.. για να μη σας πω πως μπορεί να «την ακούσεις» κι άμα δώσεις ένα ευρώ...
Άλλοι καιροί, άλλα ήθη.....