ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ

Καλωσορίσατε στο ιστολόγιο μου. Εδώ θα βρείτε σκέψεις μου και φωτογραφίες μου. Τίς δυο αγαπημένες μου ασχολίες.

Ενημερώνω πως οτιδήποτε είναι αναρτημένο στο ιστολόγιο μου, φωτογραφία μου ή κείμενο μου, έχει κατωχυρωθεί για πνευματικά δικαιώματα και επομένως ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ να χρησιμοποιηθεί χωρίς την έγγραφη άδεια μου. Ευχαριστώ.
To your information: Anything uploaded in this blog has been through copyright procedure, thus any attempt of copying part or a whole is due to prosecution.

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

«Παρακυρήδις είμαστι…» (Μια ιστορία για Καλικαντζάρους που έλεγε ο παππούς μου ο Γιώργος)



-ΙΙΙιιι, Μήτσου! Άστόισα βρε να σι πω πως μας τιλίουσι τ’ αλεύρ’! Άντι , καλέμ, να πας ζντου μύλου να αλέισ’ καμπόσου.

-Καλά μαρ’ γ’ναίκα, ντιπ λουλή είσι πια; Προπαραμουνή Προυτουχρουνιά κι θα πάου ζντου μύλου;

-Γιατί βρέι; Τι έχ’ η μέρα; Άντι σύρι γιατί αλλιώς μήτι βασιλόπ’τα θα διούμι φέτους μήτι κ’λουρούδια θα φκιάσου για τα πιδιά.

Κι έτσι ο μπάρμπα-Μήτσος χρονιάρες μέρες φόρτωσε το γάιδαρο με δυο σακιά στάρι και ξεκίνησε για το μύλο του Αδαμίδη να αλέσει. Έτσι κι αλλιώς άλλη επιλογή δεν είχε. Έδεσε καλά τα τσουβάλια στα πλάγια απ’ το σαμάρι, ανέβηκε κι αυτός επάνω και μια και δυο πήρε το δρόμο για τον κάμπο. Ευτυχώς ο καιρός ήταν καλός , τις τελευταίες βδομάδες δεν είχε βρέξει και ο χωματόδρομος για το Στρατώνι ήταν στεγνός. Καβάλα στο γάιδαρο ο μπάρμπα-Μήτσος και τραγουδούσε κιόλας για να περνάει η ώρα.

«Έχου βδουμάδις πάγου δυο την αγαπώ μ’ δεν είδα,
κι ιψές την είδα ζντου χουρό, μες του χουρό χουρεύει
κι μι του μάτ’ της έκανα κι μι τα’ αχείλ’ της λέου,
μάρη νεραντζουμάγουλη κι γαϊτανουφρυδούσα.. ….»

Σαν έφτασε στο μύλο, ξεφόρτωσε και μπήκε μέσα.
«Καλημέρα, Γιώρ’», χαιρέτησε το μυλωνά.
«Βρε καλώς ντου Μήτσου», ανταπέδωσε εκείνος. «Μη μι πεις πως ήρθις για να αλέ ισ’!»
«Αμ γιατί θάρχουμαν, βρε Γιώρ, μέχρις ιδώ;», ρώτησε ο μπάρμπα-Μήτσος.
«Έλαμ ντε!», αναρωτήθηκε ο μυλωνάς. «Λοιπόν, άκου. Θα αργήεισ’ να φυ’εισ’, στου λέου απού τώρα. Έχου μια παραγγιλία για ντου φούρνου στου Στρατών’ κι θα μι πάρ’ σχιδόν ούλ’ ντ’ μέρα να ντ’ τιλειώσου»
«Δεν πειράζ ‘ , βρε Γιώρ’», απάντησε καλόβολα ο μπάρμπα-Μήτσος. «Έτσ’ κι αλλιώς τίποτα δεν είχα να κάνου στου χουριό, στα ψάρια δεν γίν’ταν να πάου γιατί έχ’ θάλασσα, γλίτουσα κι απ’ τα’ γλώσσα τ’ς Στιριανής … Καλύτιρα ιδώ μαζί σ’ κι άμα έχ’ς κι καμμιά δ’λειά, θα σι δώσου κι ένα χερ’».
Έτσι ο μπάρμπα-Μήτσος έμεινε όλη μέρα στο μύλο περιμένοντας να έρθει η σειρά του να αλέσει. Βοήθησε τον κυρ-Γιώργη, έριξε μια ματιά στις κότες και τα άλλα ζωντανά που είχε στην αυλή, περιεργάστηκε τη μυλόπετρα και ακολουθώντας το ποταμάκι πήγε μέχρι το Μοναστηριακό μετόχι παραπάνω κι είπε μια καλημέρα στα καλογέρια που εκείνην την ώρα ξεφόρτωναν τα ξύλα που είχαν φέρει απ το βουνό, με τα μουλάρια τους. Έκατσε μαζί τους κι έφαγε για μεσημέρι, κι αφού απόφαγαν ξεκίνησε πίσω για το μύλο.
«Φχαριστώ, γέροντα», αποχαιρέτησε τον μοναχό και έφυγε χωρίς να ευχηθεί Χρόνια Πολλά ή καλή Πρωτοχρονιά, αφού για τους μοναχούς του Αγίου Όρους δεν είχαν έρθει καν Χριστούγεννα ακόμα, μια που ήταν Παλιοημερολογήτες.
Πήρε ρέμα-ρέμα το δρόμο για το μύλο κι όταν έφτασε, ο κυρ-Γιώργης είχε κιόλας ξεκινήσει να αλέθει τα σιτάρι του.
«Καλά βρε Μήτσιου, πήγις μέχρι τσ’ καλουγέρ ’ κι αστόισισ’ να γυρί’εισ’» , τον αποπήρε ο μυλωνάς μόλις πάτησε το πόδι του στο μύλο.
«Αμ, τι νάφκιανα ή κουτρούλ’ς «, δικαιολογήθηκε ο μπάρμπα-Μήτσος. «Ήπιαμι μι ντου γέρουντα κανά δυο κατουσταρούδια … είμι κι ιγώ, αλλά είνι κι αυτός ένα κρασουβάριλου…»
«Α βρε πιες όσου θελ’ς , αλλά να… σκέφτουμαν πως άμα σι πάρ’ η νύχτα ζντου δρόμου για ντ’ν Ιρισσό , να μη σι παρ’ν καταπόδ’ οι Καλ’κατζαροί….», πέταξε την κουβέντα ο μυλωνάς.
«Ντιπ λουλάθ’κι’ς , αβρέ Γιώρ’!», αναπέδωσε ο μπάρμπα-Μήτσος κάνοντας την χαρακτηριστική χειρονομία της μούτζας. «Καλά ρε, δυο μέτρα άντρας με δυο ουκάδις μουστάκια κι πιστεύ’ς στ΄ς Καλ’κατζαροί;» γέλασε ο μπάρμπα-Μήτσος.
«Καλά, καλά…», μουρμούρισε ο μυλωνάς και τον βοήθησε να φορτώσει το αλεύρι στο γάιδαρο.

Ανέβηκε ο μπάρμπα-Μήτσος στο γάιδαρο, πήρε και τη βέργα για να τον χτυπάει να περπατάει πιο γρήγορα και ξεκίνησε για την Ιερισσό. Ίσα που είχε πέσει ο ήλιος πίσω απ το βουνό, κι η θάλασσα μπροστά του είχε γίνει χρυσοκόκκινη. Τα πουλιά είχαν σταματήσει να πετάνε και ετοιμάζονταν να πέσουν κι αυτά στην αγκαλιά του Μορφέα μετά τον εσπερινό. Ο μπάρμπα-Μήτσος πέρασε τον Ασπρόλακκα , το ένα από τα δυο ρέματα πριν το χωριό, την ώρα που οι σκιές της νύχτας είχαν κιόλας μεγαλώσει αρκετά για να μην μπορεί ο ίδιος να διακρίνει το δρόμο. Είχε όμως εμπιστοσύνη στο γάιδαρο του. Αυτό το ζωντανό ήξερε όλους τους δρόμους για τα γύρω χωριά και τους είχε περπατήσει πάμπολλες φορές φέρνοντας πίσω στο σπίτι του το αφεντικό του μετά από σχεδόν ολονύκτιες κρασοκατανύξεις με τους φίλους είτε στο Στρατώνι, στο Γομάτι και τη Μεγάλη Παναγία, είτε στην Ουρανούπολη ή τα Νέα Ρόδα. Πάντα στην επιστροφή ο μπάρμπα-Μήτσος έπαιρνε έναν ύπνο πάνω στο σαμάρι κι ο γάιδαρος ο φουκαράς συνέχιζε να περπατάει μέχρι που έφτανε στην αυλή του σπιτιού κι εκεί σταματούσε και μ’ ένα εξηγημένο γκααααααρρρρρ τον ξυπνούσε για να πάει να συνεχίσει τον ύπνο του δικαίου στο κρεβάτι του δίπλα στη Στεριανή, που μόλις καταλάβαινε πως ο Μήτσος της είχε επιστρέψει πια, γύριζε στο άλλο πλευρό και μουρμουρώντας «αυτό του κρασί θα σι φάει», συνέχιζε να κοιμάται.

Ήταν πια βαθύ σκοτάδι όταν ο γάιδαρος με τον μπάρμπα-Μήτσο και το αλεύρι έφτασε στον Κοκκινόλακκα. Ο αναβάτης αν και ζαλισμένος από το Αγιορείτικο κρασί δεν είχε αποκοιμηθεί αυτή τη φορά… ο νους του γύριζε στα λόγια του κυρ-Γιώργη για τους Καλικάντζαρους… «λες;», αναρωτιόταν μέσα του και μετά πάλι έλεγε, «άντε ρε, ντουν αλαφροΐσκιωτου ντου Γιώρ’…», αλλά όλον το δρόμο τον είχε βγάλει στη μούγγα… μήτε τραγούδι, μήτε τίποτα….. Η αλήθεια ήταν πως όλα αυτά τα χρόνια ποτέ δεν είχε βραδιαστεί έξω απ’ το χωριό μέσα στο δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων. Θες γιατί έτυχε, θες γιατί στις γιορτές μαζεύονταν πιο πολύ στα σπίτια παρά στα καφενεία, ο μπάρμπα-Μήτσος δεν θυμόταν να είχε επιστρέψει από κανένα διπλανό χωριό τέτοιες χρονιάρες μέρες μέσα τη νύχτα.

Χαμένος μέσα στις σκέψεις του δεν κατάλαβε πως ο γάιδαρος είχε μπει κιόλας μέσα το ρέμα και περνούσε απέναντι. Τον έφερε πίσω το πλατσούρισμα από τα γαιδουροπόδαρα μέσα στο νερό κι ένα σούρσιμο μαζί μ’ ένα περίεργο ήχο… κάτι σαν τραγούδι… κάτι σαν ποίημα… δεν μπορούσε να καταλάβει ακριβώς κι έστησε αυτί ν’ ακούσει καλύτερα. Και ξαφνικά ξεδιάκρινε κάτι λέξεις, κι οι λέξεις έγιναν φράσεις και ενώ ο γάιδαρος περπατούσε πια σε στέρεο χώμα, τα πλατσουρίσματα συνέχιζαν να ακούγονται μαζί με το τραγούδι πίσω του…

«Παρακυρή- παράκυρη- παρακυρήδες είμαστε,
Πάνω γένια, κάτω γένια και στη μέση μαντραβέλια.
Στη γωνιά να χ****ε , στην πιπιλιά να κα******ε
Κι έξω να μη βγαίνετε
Γιατί είναι χειμώνας καιρός»….

Κι αμέσως μετά ένα ποδοβολητό περίεργο…. Ούτε πόδια ζώου, ούτε ανθρώπου.


Πάγωσε ο μπάρμπα-Μήτσος.
«Ρε!», σκέφτηκε… «λες;»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη του και μια φωνή βαθειά, χοντρή, άγρια, ακούστηκε:
«Γάιδαρος, συντρόφια… τρέξτε… μνιαμ, μνιαμ φαΐ…»
Και ξαφνικά το σούρσιμο έγινε ποδοβολητό και μια μυρωδιά σαν από ψοφήμι, σαν από ζβουνιές γέμισε τον αέρα. Κι αμέσως μετά φωνές:
«Ρε Καλπούση, έλα κατά δω. Έχει άνθρωπο πάνω στο γαϊδούρι»
«Μανούλα μου! Θα φάμε καλά απόψε!!! Κωλοβελόνη, Γκατζόνη, Ασεμεκαλέ, Γκατζιγέννη, τρεχάτεεεεεεεεεεεεεεεεε, άνθρωπος στο γάιδαρο!!!! Φαΐ!!!!»


Μέσα στο λιγοστό φως του φεγγαριού, ο μπάρμπα-Μήτσος κατάφερε να διακρίνει μορφές απαίσιες, τραγοπόδαρες υπάρξεις με γένια και τρίχες παντού, κέρατα καρφωμένα σε κεφάλια με μούρες κακομούτσουνες, μαύρες και κατσιασμένες.
Τάκανε στα βρακιά του ο μπάρμπα-Μήτσος. Τώρα; Δεν χαμπάριαζε από φόβο αλλά τούτο δω ήταν άλλο πράμα… αυτός που είχε φάει τη θάλασσα με το κουτάλι μέσα στην τράτα, που είχε πολεμήσει στην απελευθέρωση της Μακεδονίας και στον Πρώτο Παγκόσμιο, ξαφνικά δεν ήξερε τι να κάνει με τα στοιχειά. Ξάπλωσε πάνω στο σαμάρι, μάζεψε και τα πόδια και δεν έβγαλε άχνα. Αν δεν τον καταλάβαιναν, ο γάιδαρος θα τον πήγαινε ως το χωριό κι εκεί θα γλύτωνε.
Οι Καλικάντζαροι τρέχαν πάνω κάτω και γύρω-γύρω απ’ το γάιδαρο φωνάζοντας:
«Να η μια μεριά, να κι η άλλη!!! Άνθρωπος που το λαλεί, πού είναι;»


Κι ο άνθρωπος είχε γίνει ένα με το γάιδαρο… και μόνο λίγο-λίγο τον τσιγκλούσε για να περπατήσει πιο γρήγορα και να φτάσει στο χωριό. Ο έρμος ο γάιδαρος ζαλισμένος από τα τρεχαλητά και τις φωνές των Καλικαντζάρων πήγαινε μια από δω και μια από κει, αλλά το δρόμο δεν τον έχανε με τίποτα. Μια σταματούσε, μια γύριζε κατά το Στρατώνι, αλλά το μυαλό του ήταν στο σπίτι, στο χωριό. Έτσι ήξερε από τις προηγούμενες φορές που έπρεπε να φέρει πίσω σώο το αφεντικό του. Όλη τη νύχτα γυρνοβολούσαν στον κάμπο και την ώρα που άρχισε να χαράζει πια κατάφεραν να φτάσουν στην αυλή του σπιτιού του μπάρμπα-Μήτσου. Οι Καλικάντζαροι ξαναμμένοι και θυμωμένοι που δεν μπορούσαν να βρουν τον άνθρωπο, χοροπηδούσαν γύρω απ’ το γαϊδούρι σαν τρελοί, ούρλιαζαν και μούγκριζαν, φώναζαν ο ένας τον άλλον και προσπαθούσαν να ανεβούν επάνω στο σαμάρι, αλλά ο μπάρμπα-Μήτσος μια τσιγκλούσε το γάιδαρο να περπατάει και μια τσιγκλούσε τα Καλικαντζάρια για να μην ανέβουν και τον βρουν.
Σαν μπήκαν στην αυλή ξεθάρεψε κι έβαλε μια φωνή που ακούστηκε σ’ όλη τη γειτονιά:
«Στιριανή, μαρήηηηηηηηηηηηηη!!!!! Φέρι ένα δαυλί να τσ’ κάψου στ’ διαόλ’. Μ’ έσκασαν ούλ’ ντ΄ νύχτα!!!!!!»
Η Στεριανή που από κάποια στιγμή και μετά είχε ανησυχήσει και δεν μπορούσε να κοιμηθεί – ο Μήτσος της ποτέ δεν είχε λείψει όλη τη νύχτα- άρπαξε ένα αναμμένο ξύλο απ το τζάκι και βγήκε στην αυλή κουνώντας το πέρα δώθε και ουρλιάζοντας.
«Που είσι βρε κακο χρονου νά’εις; Ποιον θα βάλ’ς φουτιά;»

Οι Καλικάντζαροι με το που είδαν το δαυλί, λούφαξαν πίσω απ’ το γάιδαρο. Ο μπάρμπα-Μήτσος πετάχτηκε απ’ το σαμάρι που ήταν ξαπλωμένος και πριν προλάβει να αρπάξει το αναμμένο ξύλο από τα χέρια της Στεριανής έφυγαν σαν τρελοί κατά τον κάμπο.

Στο δρόμο ούρλιαζαν και καταριόταν:
«Ώστε εκεί ήσουν κρυμμένος; Τι βλάκες είμαστε; Ωρέ Γούμπερο, τσάμπα τον χάσαμε το μεζέ σήμερις», είπε ο ένας Καλικάντζαρος και έδωσε μια φάπα στο διπλανό του.
«Βουρβούλακα, έτσι και με ξαναβαρέσεις θα σε δαγκάσω τα μαντραβέλια», ούρλιαξε ο Γούμπερος.
Κι ο αρχηγός τους τράβηξε από μια φάπα τον καθένα και μουλωχτά μουλωχτά ψιθύρισε:
«Σκάστε καταραμένοι και τώρα ξέρουμε πού είναι το σπίτι του μπάρμπα-Μήτσου. Κι αφού έχει τζάκι θα έχει και λουκάνικα κρεμασμένα να στεγνώσουν μπροστά. Το βράδυ θα πάμε να του τα κατουρήσουμε και να τα μαγαρίσουμε.
Κι όλοι μαζί χάθηκαν μέσα στο Σκατόλακκα που βρίσκονταν απ την άλλη μεριά του χωριού, τραγουδώντας:

«Παρακυρή- παράκυρη- παρακυρήδις είμαστε,
Πάνω γένια, κάτω γένια και στη μέση μαντραβέλια.
Στη γωνιά να χ****ε , στην πιπιλιά να κα******ε
Κι έξω να μη βγαίνετε
Γιατί είναι χειμώνας καιρός»….

ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Άστοϊσα = ξέχασα
Ιψές = χτες το βράδυ
έχ’ θάλασσα = έχει φουρτούνα
Παρακυρήδες = δεν είμαστε αφεντικά, είμαστε ό,τι νάναι
κουτρούλ’ς = καημένος

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Με τους παλαιστές ή με τους φυγόπονους;



«Όταν πρωτοάνοιξα  Φροντιστήριο, υπήρξαν συνάδελφοι που έλεγαν, «σ’ αυτόν θα στείλετε τα παιδιά σας, τον παλαιστή;»  Βλέπετε  έκανα πάλη εκείνον τον καιρό και  ίσως θεωρούσαν πως αυτό ήταν μειωτικό για έναν εκπαιδευτικό» 
Ακούγοντας αυτά τα λόγια από τον Πρόεδρο της Ομοσπονδίας  μας, το μυαλό μου έτρεξε πίσω σε όλα αυτά τα 33 χρόνια που πέρασαν από τη μέρα που ξεκίνησα να δουλεύω. Θυμήθηκα κι εγώ, όπως κι εκείνος, όλες αυτές τις φορές που ηθελημένα ή αθέλητα  άνθρωποι του κοινωνικού μας περίγυρου μας  θίγουν, μας πληγώνουν, μας στενοχωρούν. Μα πάνω  απ όλα θυμήθηκα  πόσο  δυνατότεροι  γινόμαστε  περνώντας  μέσα  από  τέτοιες κριτικές  και  κακόβουλες  ή  αφελείς  κουβέντες. 
Μετά από τόσα χρόνια  στην καμπούρα μου, Πρόεδρε, νοιώθω όχι απλά παλαιστής, αλλά αρσιβαρίστας ολκής!   Έμαθα να υπομένω  και να αντιμετωπίζω  το οτιδήποτε. Κι είμαι σίγουρη πως δεν είμαι η μόνη. Είμαι σίγουρη πως όλοι και όλες εμείς που έχουμε επιλέξει να υπηρετούμε αυτόν τον κλάδο έχουμε σηκώσει ατελείωτα βάρη  στην ψυχή μας και στο μυαλό μας, κι έχουν εξοστρακιστεί  επάνω μας  ατελείωτα κακόβουλα βέλη «συναδέλφων»  και  παρατρεχάμενων  τους.  Και μας δυνάμωσαν και μας  οχύρωσαν και μας έκαναν καλό τελικά…
Από την άλλη έχω διαπιστώσει πως στα χρόνια που ασχοληθήκαμε με την Παιδεία –δεν θα κάνω σε καμιά  Υπουργό και σε κανένα νέο σύστημα τη χάρη να με ονομάσει απλά εκπαίδευση-   τόσα χρόνια που ασχοληθήκαμε με την Παιδεία, εισπράξαμε πολύ αγάπη και πολλές όμορφες στιγμές από τα παιδιά μας, τους μαθητές μας.  Αυτές οι μικρές και μεγάλες χαρές  που πήραμε από όλα αυτά τα παιδιά που πέρασαν από τα χέρια μας, θεωρώ πως είναι η καλύτερη αμοιβή μας.  Θεωρώ πως  όλα αυτά τα ματάκια που μας κοίταξαν με αγάπη και  σεβασμό, όλα αυτά τα μυαλουδάκια που μας δόθηκε η ευκαιρία να καλλιεργήσουμε, όλες αυτές οι γλυκές φωνούλες  που μας φώναξαν «κύριε» ή «κυρία», είναι η μεγάλη επένδυση ζωής που έχουμε κάνει  και που με πολλή τρυφερότητα θα μας συντροφεύει στα γεράματα μας.
Το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι πως αυτές οι χαρές δεν ήρθαν από μόνες τους . Αυτά τα χαμόγελα δεν μας χαρίστηκαν, αυτές οι επιτυχίες στις εξετάσεις  δεν μας δόθηκαν χωρίς να κοπιάσουμε.  Ακόμα πιο πολύ, θεωρώ πως το στοιχείο που μας έκανε να έχουμε μια πολύχρονη και επιτυχημένη καριέρα ήταν πως  ξέραμε να παλεύουμε…. Είμασταν καλοί και στο Κατς και στην Ελληνορωμαϊκή και στην Ελεύθερη... Οι αντιξοότητες και το «κυνηγητό» μας  βελτίωσαν και μας έκαναν πρωταθλητές. Όπως ένας πιτσιρίκος  που θέλει να κάνει άρση βαρών ξεκινάει προπονήσεις και σιγά- σιγά   αρχίζει και σηκώνει πρώτα πενήντα, μετά εκατό και μετά διακόσια και κιλά, έτσι κι εμείς,  ξεκινήσαμε με στενοχώρια στα δύσκολα, συνεχίσαμε με  χαμόγελα στα ζόρια και καταλήξαμε με «αυτό το ξέρω και ξέρω και πότε θα μου έρθει, άρα ξέρω και πώς  να το αντιμετωπίσω».
Φυσικά οι δυσκολίες δεν θα λείψουν ποτέ και από κανένα. Φυσικά και πάντα πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση για να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το καινούριο βέλος , τον καινούριο αντίπαλο. Και φυσικά δεν θα πρέπει να μας πτοήσει τίποτα, αλλά πάντα θα πρέπει να προσπαθούμε να βγάλουμε κέρδος αντοχής και πνεύματος ακόμα κι από την ενδεχόμενη ζημιά.  Και βεβαίως ποτέ μα ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο καλός  παλαιστής και με την τελευταία λαβή μπορεί να νικήσει τον αντίπαλο.  Όμως επίσης θα πρέπει να μην ξεχνάμε πως  δεν είναι  προς όφελος μας να πετάμε τον κάθε αντίπαλο στο καναβάτσο. Η ευγενής άμιλλα δεν το επιτρέπει αυτό κι εμείς ως εκπαιδευτικοί πρώτιστα και ως επαγγελματίες μετέπειτα,  δεν  δικαιούμαστε να ασκούμε επιθετικά μέτρα για να αντιμετωπίζουμε τους απέναντι μας, ακόμα κι αν αυτοί μας  επιτίθενται. 
Μην ξεχνάμε πως η κάθε κίνηση μας, η κάθε παραμικρή μας  ενέργεια κρίνονται  με  γνώμονα το γεγονός πως είμαστε δάσκαλοι, άρα αυστηρότερα από  ένα κοινό και απλό πολίτη και έχουν αντίκτυπο στην επαγγελματική μας ακεραιότητα.  Ο γονιός που μας εμπιστεύεται το παιδί του έχει απαίτηση να είμαστε άρτιοι και γνωστικά  αλλά και ηθικά!  Ξέρει πως δεν θα μάθουμε στο παιδί του  μόνο ξένη γλώσσα,  αλλά  και κανόνες συμπεριφοράς, θα διαπλάσουμε τον χαρακτήρα του μέσα από τα χρόνια των σπουδών του, είτε ηθελημένα είτε αθέλητα. Τα παιδιά είναι σαν τα σφουγγάρια… απορροφούν όλα όσα τους δίνονται, αντιγράφουν την κάθε συμπεριφορά μας , την κάθε κίνηση μας, την κάθε λέξη μας.  Το πιο βαρύ μας φορτίο είναι να σταθούμε αντάξιοι των προσδοκιών τους και να τους δώσουμε τα φώτα της γνώσης σε μια σφαιρική  ολότητα που θα αφορά και τη θεωρητική και την πρακτική  πλευρά της.
Πιθανόν  κάποιοι από σας να διαφωνήσουν, αλλά αν σκεφτούμε  τον εαυτό μας σαν παιδιά, αν φέρουμε πίσω στη μνήμη μας την εμπειρία μας σαν  μαθητές , θα δούμε πως έχουν χαραχτεί  στο μυαλό μας δύο είδη δασκάλων… οι πολύ καλοί που επηρέασαν τη ζωή μας θετικά και οι  άλλοι που μας ήταν αδιάφοροι  και τελικά δεν μας έμαθαν τίποτα.  Και οι μεν πρώτοι πάλευαν για να μας  μεταδώσουν τη γνώση τους, οι δε δεύτεροι  -όσο κακό και να ακούγεται αυτό- περίμεναν  πότε να χτυπήσει το κουδούνι για να βγουν από την τάξη, περίμεναν πότε να τελειώσει ο μήνας για να πληρωθούν.
Εμείς,  συνάδελφοι, με ποιους θέλετε να είμαστε;  Με τους παλαιστές ή με  τους φυγόπονους;