ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ

Καλωσορίσατε στο ιστολόγιο μου. Εδώ θα βρείτε σκέψεις μου και φωτογραφίες μου. Τίς δυο αγαπημένες μου ασχολίες.

Ενημερώνω πως οτιδήποτε είναι αναρτημένο στο ιστολόγιο μου, φωτογραφία μου ή κείμενο μου, έχει κατωχυρωθεί για πνευματικά δικαιώματα και επομένως ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ να χρησιμοποιηθεί χωρίς την έγγραφη άδεια μου. Ευχαριστώ.
To your information: Anything uploaded in this blog has been through copyright procedure, thus any attempt of copying part or a whole is due to prosecution.

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Η γλύκα της μνήμης




Εδώ και πόσην ώρα είμαι  στην κουζίνα… το ζυμάρι μπροστά μου  έτοιμο και δίπλα το ταψί με τη λαδόκολλα και το μπωλ με τα κοπανισμένα καρύδια ανακατεμένα με ζάχαρη, κανέλα και γαρύφαλλο…  Θα φτιάξω σαλιάρια… θα ξαναθυμηθώ  τα  Χριστούγεννα του τότε. Τότε  που σαν είχα πει  πως εγώ διαβάζω και δεν μπορώ να βοηθήσω στις δουλειές του σπιτιού, κανένας δε μου ζήταγε να φτιάξω τίποτα, κανένας δε μ’ έστελνε έστω και για ένα μικρό θέλημα στο μπακάλη ή στη γειτόνισσα…  Θεόσταλτο το διάβασμα, αλλά και ανασταλτικός παράγοντας τώρα που κοιτάω το ζυμάρι και μου φαίνεται κάπως… θες σκληρό, θες αλλιώτικο, και δεν έχω εικόνα πώς θα τα φτιάξω αυτά τα υπέροχα γλυκά που έφτιαχνε όλο το χωριό και μοσχοβολούσε ο τόπος. Γέμιζε το χωριό από τον ήχο των γουδιών μέσα   στα οποία κοπανούσαν οι νοικοκυρές τα μπαχαρικά και τους ξηρούς καρπούς, ακόμα και τη ζάχαρη για να την κάνουν άχνη. Σιδερένια  ή πέτρινα  τα  γουδιά και για πολλά σπίτια είδος πολυτελείας. Πολλές φορές ένα γουδί έκανε το γύρο της γειτονιάς. Μα απ’ όπου κι αν περνούσες  χρονιάρες μέρες άκουγες το τακ τακ από το γουδοχέρι και ανάσαινες βαθειά για να μυρίσεις…  Γέμιζαν τα σοκάκια από μυρωδιές της ανατολής, κανέλα και γαρύφαλλο, γέμιζαν τα ρούχα μας από άχνη ζάχαρη σαν προσπαθούσαμε κρυφά και στα γρήγορα να φάμε ακόμα ένα γλυκό, όσο κι αν ξέραμε ότι η μάνα τα είχε μετρημένα, όχι από τσιγγουνιά, αλλά για να μας αποτρέψει από τη λαιμαργία, αμάρτημα από το οποίο η έρμη δεν κατάφερε τελικά να μας γλυτώσει. Γέμιζε το στόμα μας και ο ουρανίσκος μας από γεύσεις γλυκές κι απόκοσμες… γεύσεις που σ’ έπαιρναν  και σε ταξίδευαν  σε κείνα τα μακρινά μέρη που ο δάσκαλος μας είχε πει πως  οι εξερευνητές εξ’ αιτίας  αυτών των υπέροχων γεύσεων είχαν φτάσει κι έτσι ανακάλυψαν  τον κόσμο, αυτών των υπέροχων μπαχαρικών που έκαναν τον Κολόμβο να βρει την Αμερική.  Κι εμείς, μικρά παιδιά, ακούγαμε κι ονειρευόμασταν…  Βλέπαμε μπροστά μας μακρινά εξωτικά μέρη,  με παράξενα φυτά και δέντρα που  ανέδυαν αυτές τις τρομερές ευωδιές  που  κάθε χρονιάρες μέρες μας κατέκλυζαν…
Παίρνω λίγο ζυμάρι στο χέρι μου και το κάνω μια μπαλίτσα. Πρέπει να βάλω μέσα λίγο από το μείγμα με τα καρύδια και τα μυρωδικά…  Το κρατάω μέσα στη χούφτα μου και με το  μεγάλο δάχτυλο του άλλο χεριού ανοίγω μια μικρή λακκούβα… βάζω μέσα λίγη γέμιση… κλείνω τη χούφτα μου και  πιέζω το ζυμάρι…. Σαλιάρ’ το λένε στα χωριά μας… γυμνοσάλιαγκας δηλαδή… άρα πρέπει  να είναι μακρουλό… πιέζω με το ένα χέρι  και σπρώχνω  με το άλλο τα ζυμαράκι που πάει να δραπετεύσει από τα πλάγια…. Φτιάχνω ένα μακρουλό σχήμα, χοντρούλικο στη μέση  και λεπτό στις άκρες, με εμφανή την πίεση από τα δάχτυλα μου στο «σώμα» του… σαν γυμνοσάλιαγκας…  Και ξαφνικά κατρακυλούν οι θύμισες απ’ το παρελθόν μεσ’ το μυαλό μου… εικόνες έρχονται μπροστά μου…  τα δάχτυλα της μάνας μου να πλάθουν σαλιάρια… τα προκομμένα χέρια της που ανάθρεψαν  τα τέσσερα παιδιά της με χιλιομαγειρέματα , φαγιά, πίτες, ψωμί, γλυκά…   Βλέπω τα δαχτυλάκια της να πιέζουν το ζυμάρι, βλέπω τη χούφτα της να το σφίγγει και να το δίνει σχήμα, βλέπω  τον ιδρώτα στο μέτωπο της, βλέπω το βλέμμα της να μας παρακολουθεί καθώς κοιτάμε και μαθαίνουμε… δεν μιλάει, δεν ενοχλεί με οδηγίες  την ιεροτελεστία… μας δείχνει με τα χέρια της, όπως ακριβώς μας έδειχνε με τις πράξεις της πώς να είμαστε  σωστοί σαν άτομα στην κοινωνία…
Ένα- ένα  τα γλυκάκια με το περίεργο όνομα γεμίζουν το ταψί μου και λίγο μετά μπαίνουν στο φούρνο να ψηθούν.  Ετοιμάζω το σιρόπι, βάζω την άχνη σε μια γαβάθα  και ξαφνικά συνειδητοποιώ πόσο αυτόματες είναι οι κινήσεις μου… σαν να το έχω κάνει όλο αυτό δεκάδες φορές…. Είναι σα να έχω τη μάνα μέσα μου και να κινεί τα νήματα  για να ολοκληρωθούν οι πράξεις  μου… σα να είμαι εκείνη και να ετοιμάζω για το τότε σπιτικό… τότε που ήμασταν μικρά και παρακολουθούσαμε τι έφτιαχνε…  Πόσο τέλεια μας φαίνονταν όλα!!! Και πόσο τέλεια  θα φαίνονται τώρα τα δικά μας φτιαξίματα στα παιδιά μας….  Έτοιμα ροδοκόκκινα τα σαλιαράκια μου και  μπλουμ μέσα στο σιρόπι και τούμπα μέσα στην άχνη….  Χιονισμένες πέτρες που τις  στοιβιάζω  μέσα σε μια πιατέλα με  ένα σχέδιο με τρύπες γύρω γύρω, την ίδια πιατέλα που η μάνα μου τα στοίβιαζε τότε…  -τι σου είναι το συναίσθημα-  και  την κουβαλάω προσεκτικά στην τραπεζαρία. Μοσχοβόλησε το σπίτι… μοσχοβόλησε η ψυχή μου απόψε…
Κάθομαι τώρα εδώ απέναντι τους και τα κοιτάω τα γλυκάκια της μάνας μου  καθώς κοπανάω το κείμενο μου στο πληκτρολόγιο και  το κάθε τακ από τα δάχτυλά μου είναι και ένα συναίσθημα, το κάθε κλικ είναι μια θύμιση που ξεπηδάει και ξεφυτρώνει από μέσα μου…. Κάθε μια λέξη είναι και ένα  ακόμα λιθαράκι στο οικοδόμημα που έχτισε  η μάνα μέσα μου  και  οι λέξεις γίνονται  προτάσεις, οι προτάσεις παράγραφοι και  το κείμενο μου κοντεύει να τελειώσει… Οι μνήμες όμως δεν θα τελειώσουν ποτέ γιατί τις θέλω για να με συντηρούν…  και φέτος για πρώτη φορά, εντελώς αυτόματα αποφάσισα να φτιάξω  αυτά τα γλυκά. Τώρα αντιλαμβάνομαι γιατί…  για τον ίδιο λόγο… για να κρατήσω τη μνήμη έντονη… Μέχρι πέρσι δεν τις είχα ανάγκη τις μνήμες, είχα την πραγματικότητα μαζί μου… είχα τη μάνα κοντά να κοιτάει, να χαμογελάει,  να κανακεύει και να συμβουλεύει.  Μα τώρα που ταξίδεψε  για κει που ετοιμάζονταν όλη της τη ζωή – και εύχομαι να της το έκανε το χατίρι   Εκείνος- τώρα που έχω μια ελπίδα να ξαναδώ τα χεράκια της να ξαφτιάχνουν γλυκά και να γεμίζουν το είναι μου με μνήμες, τώρα αποφάσισα να πάρω τη σκυτάλη… αποφάσισα να βάλω το ζυμάρι μέσα στη χούφτα μου και να τη σφίξω για να σχηματίσω τη γλύκα της μνήμης που θα ακολουθήσει την επόμενη γενιά…. Αν τα καταφέρω… 

Δεν υπάρχουν σχόλια: