Παραμονή Πρωτοχρονιάς στην Αξιούπολη... Τέλος δεκαετίας του ’50, αρχές του ‘60... Η παρέα των πιτσιρικάδων μαζεμένη μπροστά στην εκκλησία του Αη-Δημήτρη, περιμένει τον παπά να χτυπήσει την καμπάνα για τον Εσπερινό. Είναι το σύνθημα για να αμοληθούν στα σπίτια και να ψάλλουν τα κάλαντα. Μπροστά-μπροστά ο «Σαρρής» –κοντό παντελόνι, γόνατα μελανά από το κρύο, μάλλινη μπλούζα κι από πάνω ένα σακκάκι- είναι ο αρχηγός της μαρίδας του χωριού. Μαζί του ο «Χότζας» –εμφάνιση μια απ’ τα ίδια. Κι από πίσω ο «Μπίντας», ο «Μαϊσούρ» κι άλλοι καμμιά δεκαριά. Όλοι με τα παρατσούκλια τους και τη σπιρτάδα της παιδικής ηλικίας ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους. Ο ήχος της καμπάνας θαρρείς και είναι η πιστολιά του αφέτη σε αγώνες, το σύνθημα για να ξεκινήσουν. Το σύνθημα για να οικονομήσουν. Ο τρόπος για να κάνουν δικά τους λεφτά Ορμάνε όλοι μαζί στα Σ.Ο.Α. που βρίσκονται απέναντι από την εκκλησία.
«Θεία, να τα πούμε;»
Οι αξιωματικίνες είναι οι καλύτερες «πελάτισες» τους γιατί είναι οι μόνες που δίνουν πενηντάλεπτα και δραχμές για τα κάλαντα. Το χωριό κάτω είναι όπως και όλη η υπόλοιπη Ελλάδα της εποχής: «Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος». Η αγροτιά που ίσα ίσα τα φέρνει βόλτα, δεν έχει την πολυτέλεια του να δίνει δραχμές στα πιτσιρίκια.
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιάάάά ...», φαλτσάρουν οι πιτσιρικάδες και κοιτούν τα χέρια των γυναικών προσπαθώντας να μαντέψουν το ποσόν που κρύβουν μες την παλάμη τους ...
«Σ΄αυτό το σπίτι που ρθαμε....Και του χρόνου...», αρπάζουν τα φραγκοδίφραγκα και τρέχουν σαν τρελοί την κατηφόρα...
Σειρά έχουν τα μαγαζιά .. Εδώ θα μαζέψουν δεκαρούλες, αλλά είναι κι αυτές καλύτερες από τα μήλα, τα μανταρίνια και τα ξυλοκέρατα που δίνουν οι νυκοκυράδες στα σπίτια.
Μια δεκάρα από τον κυρ-Μήτσο, μια εικοσάρα από τον μπάρμπα-Γιάννη, κάνα πενηντάλεπτο από το μπακάλικο ίσως, σιγά σιγά γεμίζει η τσέπη. Κάποιος νευριασμένα πάει να τους ξαποστείλει, αλλά οι μικροί έχουν κιόλας εξαφανιστεί... τον ξέρουν κι από πέρσυ τι στριμμένος είναι. Τον ξέρουν κι από τα παιχνίδια που παίζουν στην πλατεία και όλο τους μαλώνει.
Τρέχει η μαρίδα από το ένα μαγαζί στο άλλο μες τη νύχτα και το τσουχτερό κρύο. Μύτες κόκκινες που τρέχουν κι αυτές, αλλά αλλοιώς, και σκουπίζονται στα μανίκια, αυτιά στην ίδια απόχρωση έως μαβί, κουρεμένα κεφάλια με μια φούντα για ομορφιά μπροστά, άμα γλύτωνε την κουρευτική του δάσκαλου, και μάτια αστραφτερά γεμάτα πονηριά ανάμικτη με αθωότητα . Πονηριά παιδική με ελάχιστα δείγματα από τις πράξεις των μεγάλων και αθωότητα τέτοια που μόνο ένα παιδί μπορεί να έχει -χαρακτηριστική της ηλικίας του με μια δόση από τις νουθεσίες των γονιών.
Μόλις τελειώσουν τα μαγαζιά, σειρά έχουν τα σπίτια... Χωρίς διακρίσεις... όπου βλέπουν φως χτυπάνε την πόρτα.
«Να τα πούμε, θεία;»
Χαμογελαστές νοικοκυρές με την ανέχεια στην τσέπη και την καλωσύνη στο βλέμμα, κι άλλες –ευτυχώς λίγες- που τους βροντάνε την πόρτα στα μούτρα . Στέκονται στην πόρτα όση ώρα οι μικροί ψέλνουν και τους χαίρονται.
Τα κάλαντα στα σπίτια είναι για την ώρα της πείνας. Ένα μανταρίνι από δω, ένα ξυλοκέρατο από κει, κάνα δυο καρύδια παρακάτω, είναι ό,τι πρέπει για να καταλαγιάσουν την πείνα τους την ώρα που θα «αξιοποιούν» το χρήμα που έχουν κερδίσει ψέλνοντας.
Μόλις τελειώσει η γύρα και οι χαρμόσυνη είδηση της έλευσης του καινούριου χρόνου και του Άγιου Βασίλη πούρχεται από την Καισαρεία, φτάσει και στο τελευταίο σπιτάκι του χωριού, η μαρίδα με τις τσέπες να κουδουνίζουν ξαναπαίρνει το δρόμο για την αυλή της εκκλησίας.
Πάνω στο λόφο ο Αη-Δημήτρης, προστατεύει το μυστικό της «επένδυσης» των κερδών μια χαρά.. Δύσκολα ανεβαίνει κανείς ίσα με εδώ πάνω για να δει τι κάνουν οι μικροί σατανάδες. Κι αυτοί «τιμούν» το έθιμο της Παραμονής με τις ευλογίες και το άγρυπνο μάτι του Αγίου. Αντιγράφουν τους μεγάλους για να νοιώσουν κι αυτοί μεγάλοι.
Ο πιο οργανωμένος βγάζει απ’ την τσέπη του την τράπουλα και μοιράζει σε όλους. Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσει τους όρους του παιχνιδιού. Τους ξέρουν καλά όλοι. Παίζουν λοιπόν, «για τ’ αντέτι», όπως και οι μεγάλοι. Εικοσιμία με τα κέρδη από τις καλλιτεχνικές τους δραστηριότητες.
Κάποιος προσπαθεί να κλέψει κι ο πιο καλός στα μαθηματικά τον καρπαζώνει φωνάζοντας: «Λιτζικιάρη, εικοστρία είναι, κάηκες». Η καρπαζιά πέφτει σύννεφο και οι γύρες συνεχίζονται... Μέχρι που σκάει μύτη κάποιος μπαμπάς απ’ την ανηφόρα και τα χαρτιά εξαφανίζονται ως δια μαγείας μέσα σε τσέπες άσχετες, μαζί με πενηνταράκια, δεκάρες και εικοσάρες.
Η μαρίδα παίρνει το δρόμο για το σπίτι τους ο καθένας , άλλοι χαμογελαστοί γιατί αυγάτισαν το χρήμα τους κι άλλοι κατσουφιασμένοι γιατί έχασαν. Και όλοι μαζί ένα κόμμα απέναντι στους γονείς.
«Χαρτιά, ποια χαρτιά; Παίζαμε όπως πάντα. Κρυφτό, κυνηγητό...»
Ποιος μπάρμπα-Γιάννης και ποιος κυρ-Κώστας πιστεύει όμως αυτό το μείγμα πονηριάς και αθωότητας; Κανείς. Όπως και τώρα, έτσι και τότε.. Συμβουλεύουν, καθοδηγούν, αγριεύουν και κανακεύουν.
Η ζαβολιά των παιδιών, όσο κακή κι αν είναι, πάντα έχει ένα στοιχείο αθωότητας μέσα της και το μόνο που χρειάζεται είναι παραίνεση και επιτήρηση. Μέχρι οι «Σαρρήδες» και οι «Χότζες» να γίνουν γονείς και να αλλάξουν ρόλο.
Δεν αλλάζει τίποτα.... οι χρονιές αλλάζουν και το χρήμα μορφή και χέρια.
Α ναι! και ονομαστική αξία γιατί άμα δώσεις τώρα δέκα λεπτά στα κάλαντα ή ακόμα και είκοσι, μπορεί να «σου την πει» κιόλας ο πιτσιρικάς.. για να μη σας πω πως μπορεί να «την ακούσεις» κι άμα δώσεις ένα ευρώ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου